Στην Έρημο της Νεζ Ροζ
(λόγια από ένα πλάσμα της Ενυδρίας)
γράφει η Βάγια Ψευτάκη

«Σε αυτήν την πρωτόγνωρη καταιγίδα της ερήμου, χάθηκα.
Τόση είναι η ξηρασία που δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Πνίγομαι. Πνίγομαι σε σκοτεινά φεγγάρια. Πνίγομαι στο όνομά τους. Δάκρυα αλμυρά. Ξηρασία. Θέλω νερό να πιω. Θέλω νερό. Ανακούφιση. Έλεος.
Δάκρυα αλμυρά μόνο γεννάω. Τις ίδιες μου τις θλίψεις. Θέλω να μπορώ να νιώθω. Τι ίδιες μου τις θλίψεις, γεννάω. Καίνε τα μάτια μου. Σκίζονται τα μάγουλα απ’ το αλάτι. Άμμος στις πληγές μου, άμμος. Εγώ ήθελα διακοπές στις πυραμίδες.
Χάθηκα. Χάνομαι. Θα είμαι χαμένη για πολύ;
Δεν έχω προμήθειες. Δεν έχω εφόδια. Δεν έχω σθένος, τίποτα. Δεν είμαι καλά. Δεν ήμουν καλά. Θα είμαι ποτέ καλά; Τέρατα ολοένα και πλάθω και δε βλέπω να σταματάω.


Ποτέ δεν συγχωρώ. Κι άλλα δάκρυα. Θορυβώδη, με ουρλιαχτά και τσιρίδες. Με πολλές φωνές, δικές μου όλες, διαφόρων ηλικιών. Εγώ παιδούλα, εγώ βάκχη, εγώ φεμινίστρια, εγώ κατάθλιψη. Αυτός ο κόμπος πότε θα λυθεί; Κι αυτός ο άτιμος δρόμος; Κάνω αριστερά, είναι εκεί, ο μακρύς μου δυστυχής δρόμος. Κάνω δεξιά, και τι να δω, είναι ενιαίος. Όπου κι αν περπατήσω έχω δώσει εντολή κατάψυχη να χτίζεται κάτω από τα πόδια μου. Έχω δώσει εντολή. Έχω δώσει εγώ εντολή!
Χάθηκα. Ουρλιάζω, η φωνή μου κλείνει. Χάθηκα! Τσιρίδα κι ευθύς αυστηρότητα. Χάθηκα. Δεν μπορώ να αναπαυθώ πουθενά. Δεν έχω πουθενά να σταθώ. Να ηρεμήσω τις χορδές μου. Χρειάζομαι βοήθεια. Ένα ποτό. Ένα ποτό. Ένα ποτό. Ένα φάρμακο. Πως θα τα βγάλω πέρα, να πάρω τον δρόμο να γυρίσω πίσω;
Βρέχει, καταιγίδα. Αμμοθύελλα στις πληγές μου. Τσούζω ολόκληρη. Οινόπνευμα. Βροχή.
Σε αυτήν την πρωτόγνωρη καταιγίδα της ερήμου, χάθηκα. Και δεν ξέρω πώς να γυρίσω πίσω. Δεν ξέρω καν αν ήμουν ποτέ μπρος ή πίσω ή οπουδήποτε αλλού. Εκεί που ήμουν, χάθηκα. Να πέσω από ένα παράθυρο, να ζωγραφίσω.
Ένα παράθυρο σ’ αυτήν την έρημο; Ένα παράθυρο; Ποιος θα μου ζωγραφίσει το παράθυρο; Θέλω να φύγω. Να είμαι στον ακάλυπτο, όχι χαμένη.
Θέλω να φύγω. Θέλω να φύγω! Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Καθόλου ανάσα. Πνίγομαι. Αλλά δεν πεθαίνω. Κάνω εμετό στα πόδια μου. Ένα ποτό. Ένα παράθυρο. Ένα νυστέρι! Ένα νυστέρι. Ένα πινέλο. Μια σβήστρα! Όπου κι αν πάω, ο δρόμος από κάτω μου.
Δρόμος μέσα στην έρημο. Δεν θέλω άλλο. Να περπατάω πάνω σ’ αυτά τα αγκάθινα άγχη, στα τέρατά μου. Θέλω να καθίσω. Θέλω να καθίσω, μια στιγμή. Πονάνε τα πόδια μου και καίγονται τα χέρια μου και ανοίγει η καρδιά μου. Ανοίγει η καρδιά μου, χρώματα, μπογιές. Και βάφουν εμένα. Θέλω να καθίσω. Γιατί χάθηκα. Και δεν μπορώ άλλο να περπατάω.
Στην πρωτόγνωρη καταιγίδα αυτή, της ερήμου, χάθηκα».



Κομμάτι χαρτί που βρέθηκε στην τσέπη ενός κουρελιασμένου πανωφοριού, στην Έρημο της Νεζ Ροζ, της Κοιλάδας των Ονείρων. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε, πως πλέον η Κοιλάδα Νεζ Ροζ είναι γνωστή ως Κοιλάδα των Εφιαλτών. Είναι σχεδόν βέβαιο πως ανήκε σε κάποια κάτοικο της Κοιλάδας που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εστία της όπως και τόσοι άλλοι, λίγο μετά την ανάληψη του Θρόνου από την Χλέμια την Πίκρα. Το χειρόγραφο βρίσκεται στην κατοχή των εναπομεινάντων κατοίκων της Κοιλάδας, και συγκεκριμένα στην κατοχή του προέδρου της κοινότητας, κυρίου Μελό, Τεχνίτη του Αίσιου Τέλους. Όλοι τους φαίνεται να συμφωνούν σιωπηλά πως πιθανότατα πρόκειται για τον γραφικό χαρακτήρα της συζύγου του Προέδρου, Αισία, Κυρά της Αισιοδοξίας, που έφυγε από την οικία τους σε αλλόφρονα κατάσταση όταν συνειδητοποίησε πως έλειπε η κόρη τους.