Το Μυθιστόρημα της Ενυδρίας
γράφει η Βάγια Ψευτάκη

Την Ενυδρία, την γνώρισα για πρώτη φορά πριν από περίπου τρία χρόνια. Είχα μόλις αφιερώσει περίπου ένα εξάμηνο στο ξεδίπλωμα ενός χαρακτήρα αρκετά ψυχοφθόρου και συναρπαστικού, μέσα από μια μικρή νουβέλα. Ο εν λόγω χαρακτήρας μάλιστα οφείλεται για την πρώτη μου επαφή με τον αλλόκοτο κόσμο της Ενυδρίας.


Μιλάω για το Ψάρι. Το Ψάρι, είχε σφηνώσει στο μυαλό μου, κι επέμενε μέχρι τελικής πτώσεως να αποτυπωθεί στο χαρτί, έστω στην οθόνη του υπολογιστή. Πρόκειται για ένα χαμένο κορμί, για ένα πλάσμα που ζει στο περιθώριο της καθημερινής μας ρουτίνας, για ένα ρεμάλι. Μου τριβέλιζε το μυαλό με ατάκες γεμάτες σαρκασμό, σήκωνε ειρωνικά το φρύδι όταν αντιστεκόμουνα χωρίς να έχω επιχειρήματα που να στέκουν, περιγελούσε τους υπόλοιπους χαρακτήρες που πολιορκούσαν το νου μου, χλεύαζε τις αρετές τους, τους αμοιβαίους έρωτές τους, την αισιοδοξία που σιγόκαιγε στο βλέμμα τους. Με τυραννούσε τραγουδώντας μου στιχάκια χωρίς ρίμα, ζητούσε χάπια, ναρκωτικά, ένα τσιγάρο, χρήματα, σεξ. Το Ψάρι, ζητούσε λίγη ευτυχία, χωρίς να έχει ιδέα πώς να τη ζητήσει.
Η νουβέλα που του χάρισα, δεν μπορούσε παρά να περιγράφει την κατακόρυφη βουτιά στον πάτο του πηγαδιού. Το Ψάρι, έτσι μισό, μπερδεμένο και κατεστραμμένο, δεν ήταν δυνατό να πρωταγωνιστήσει σε κάτι άλλο, πέρα από μια νουβέλα παρακμής που ξετυλίγεται στις άχρωμες πλατείες μετά τα μεσάνυχτα, σε αποπνικτικά μπαράκια, σε ξεπεσμένες καφετέριες και δυσλειτουργικές οικογένειες. Το Ψάρι δεν άξιζε να πρωταγωνιστεί σε κάτι όμορφα αλλόκοτο, σε κάτι πέρα από τον ωμό μας κόσμο, δεν άξιζε να περάσει στο άλλο, έτσι ακάθαρτο, μιαρό.
Το Ψάρι ζητούσε λύτρωση, αλλά δεν ήξερα αν μπορούσα να την δώσω. Έτσι τελείωσα τη νουβέλα, και το Ψάρι μου παρέμεινε μισό, ανεκπλήρωτο και δυστυχισμένο. Ήταν ένα τέλος που άρμοζε σε πλάσματα του σιναφιού του. Αλλά, τόσο με είχε συγκινήσει, και τόσο βαθιά με είχε επηρεάσει το αδιέξοδο που βίωνε, που ένα βράδυ, ονειρεύτηκα την Ενυδρία για χάρη του.
Είχα παρεξηγήσει. Το τέλος εκείνης της σύντομης νουβέλας, δεν ήταν παρά η αρχή του μυθιστορήματος της Ενυδρίας. Εν αγνοία μου σχεδόν, η Επικράτεια της Ενυδρίας, ξετυλίχτηκε μπροστά μου, άνοιξε της πύλες της, έτσι από πείσμα, μόνο και μόνο για να μου πει, πως το φως ενός αλλόκοτα όμορφου κόσμου μπορεί να λούσει ένα κατακάθι της κοινωνίας μας. Πως οι αλλόκοτα όμορφοι κόσμοι, δεν προορίζονται μονάχα για τα αμόλυντα παιδιά, ή για τις αθώες υπάρξεις ή για τις δυναμικές ή για όσους τέλος πάντων έχουν κάποια βαρύτητα και σημασία στην γαμημένη μας πραγματικότητα. Κι αυτό, γιατί, οι αλλόκοτα όμορφοι κόσμοι, δεν είναι φανταστικοί κόσμοι. Είναι πραγματικοί, κι ωμοί, κι ευμετάβλητοι, και δεν κάνουν εξαιρέσεις.