Τα Τελευταία Λόγια Ενός Θεού
(μια εξομολόγηση μέσα κι έξω από την Ενυδρία)

γράφει η Βάγια Ψευτάκη

Δεν θέλω να σας διηγηθώ καμιά ιστορία. Δεν θέλω να σας μιλήσω. Δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν. Αλλά είναι η τελευταία μου νύχτα. Η τελευταία νύχτα ολάκερου του κόσμου. Οι καπνοί αναδύονται από μέσα μου, μέσα απ’ τη γη, απ’ το χώμα, καυτοί καπνοί που γλύφουν τον πολιτισμό μου σαν παθιασμένοι εραστές. Καίνε τα σωθικά μου, καίνε τα πάντα, τα κτίρια της πόλης του Ναι και του Όχι. Σαν τραπουλόχαρτα γκρεμίζονται, καταποντίζονται στις χαραμάδες της γης, σαν ποτέ να μην έστεκαν εκεί, απειλητικά κι απόμακρα.


Δε θέλω να μιλάω, μα το κάνω. Θέλω να κάψω, θέλω να απολαύσω. Το όνομά μου είναι Ψάρι. Τώρα χαμογελάω και φυσάω τον καπνό απ’ τα πνευμόνια μου. Ζούσα ξέρετε κι εγώ σ’ αυτήν την πόλη. Ήταν όμορφη και τακτοποιημένη, κι είχε κατοίκους πολλούς. Κάποιους τους ήξερα. Δούλευα σε μια φοιτητική καφετέρια τα πρωινά και το βράδυ τραγουδούσα σε μπαράκια. Θλιβερά τραγούδια που με ανακούφιζαν. Έβλεπα φίλους, την Σάσα, κάναμε σεξ, παίζαμε χαρτιά και στρίβαμε τσιγάρα, κι ερωτευόμασταν άπειρες φορές ο ένας τον άλλο. Έκλαιγα και φοβόμουν, κι όλα μα όλα τ’ αρνιόμουν.
Τη μάνα μου τη λέγανε Αυτοκράτειρα ΝεΛένα και πάντα με καταδυνάστευε, κι όχι άθελά της. Δεν είναι ιστορία όμως αυτό που σας λέω, μάλλον είναι ένα τίποτα βαρετό. Όμως έτσι έζησα, στο τίποτα, στην αδράνεια και στο όχι. Δεν ξέρω αν είχα όνειρα, όνειρα που θα μπορούσαν ποτέ να εκπληρωθούν, ή αν απλά τα σχεδίαζα έτσι ώστε να είναι άπιαστα. Τώρα δεν έχει και τόση σημασία.
Η πόλη του Ναι και του Όχι ήταν πάντα μια όμορφη πόλη. Είχε την ποικιλία της. Ήταν η πόλη της Απόρριψης και της Αποδοχής, τα δύο άκρα της ζωής μου, πάντα. Κι έτσι εδώ έλκονταν όλα τα διχασμένα πλάσματα της Επικράτειας της Ενυδρίας. Το πλάσμα και το διπλό του, το πλάσμα και το άλλο του.
Ήταν ένα πρωινό ανοιξιάτικο, πριν από κάμποσα φεγγάρια που πήγα στο Καμπαρέ Λατεράλους και είδα το σόου των Δύο Εραστών του Πόνου. Πρόκειται φυσικά, για τον καλό μου φίλο, που τώρα πια είναι νεκρός, τον Μάζους, και τον εραστή του, τον Κάρντα. Το πάθος του έτρωγε τον Μάζους, κατέτρωγε τα χέρια του. Τα βουτούσε μέσα σε οξύ και σε κάθε είδους τοξικό διάλλειμα που θα μπορούσε να τον τσούξει λίγο παραπάνω, κρεμόταν από γάντζους, εφεύρισκε άπειρες χαζομάρες, μηχανήματα με βίδες, παξιμάδια, βελόνες και μαχαίρια που θα μπορούσαν να του χαρίσουν μια παραπάνω στιγμή ηδονής. Ο Μάζους, είχε καλή καρδιά, ο Κάρντα πάλι όχι. Ο Μάζους έλεγε πάντα ναι, ο Κάρντα πάλι όχι. Ο φίλος μου πέθανε ευτυχώς μέσα σε φοβερό πόνο, τον σκότωσε ο Κάρντα. Βλακεία μεγάλη του ενός μισού να σκοτώνει το άλλο. Ο Κάρντα ήταν ο ένας Εραστής του Πόνου, του άρεσε να τον προκαλεί, τρεφόταν απ’ τον πόνο, σαν τον βρικόλακα, και τον φοβότανε σαν κότα. Τώρα ήρθε η σειρά του να πονέσει και να αποδεχτεί τη βλακεία του.
Έτσι κατάντησε αυτή η πόλη μετά την στέψη της Χλέμιας της Πίκρας. Μια πόλη απέραντης βλακείας. Θα σας το εξηγήσω καλύτερα αυτό. Όταν δεν βασίλευε η Χλέμια η Πίκρα στην Ενυδρία, δηλαδή πριν από καιρό ανυπολόγιστο πια, υπήρχε η Ισορροπία. Κι η πόλη του Ναι και του Όχι είχε το νόημά της. Ήταν το σπιτικό κάθε πλάσματος που ήταν μισό. Εδώ έμενε ο Άγγελος του Πάθους και η Φλόγα του, σε ένα θεόστραβο ψηλό πύργο με αμέτρητες μισές πόρτες και άπειρα πέτρινα τζάκια, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά πάνω από το κέντρο της πόλης. Η Μυστέρια η Ζήλια και οι σιαμαίες αδερφές της, η Μου η κτητικότητα και η Λεία η Ανασφάλεια περί Παντός, που διατηρούσαν το μαγαζάκι τους με τα βοτάνια και τα πάνινα κουκλάκια σε ένα υπόγειο δυο δρόμους από το ζαχαροπλαστείο του κυρίου Καριντού. Ο κύριος Καριντού με τον Λεμούριό του, ένα πλάσμα χνουδωτό, άσπρο κι απαλό, πραγματικά αηδιαστικό και ύπουλο σαν τις αμερικάνικες ταινίες με εφήβους και χορούς, που παίζονται κάτι καμένα μεσημέρια και τις βλέπεις ενώ λαγοκοιμάσαι ο κύριος Καριντού λοιπόν, παλιά έφτιαχνε εξαίσια γλυκά, μα μετά, όταν η ψυχή του έφριξε από πίκρα, άρχισε να φτιάχνει γλυκά απ’ τον ίδιο του τον εαυτό ξαφρίζοντας και ξυρίζοντας τις χοντρές κοιλιές του. Εδώ να σημειώσω πως τα γλυκά του παρέμειναν εξαίσια. Κι αυτό γιατί, όπως φαντάζομαι θα καταλαβαίνετε, ο έμπορος πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες της αγοράς. Κι η αγορά ζητούσε αίμα, ζητούσε διαστροφή. Τότε ήταν που έγινε, και άρχισε το όνομα της πόλης να παίρνει ένα καινούριο νόημα. Διαστρεβλωμένο. Ναι στον πάτο, όχι στην ελπίδα. Τότε ήταν που δυστυχώς άρχισα κι εγώ να νιώθω την πόλη περισσότερο σαν σπίτι μου.
Βλέπετε, όλα εδώ μου ταίριαζαν, για κάποιο τουλάχιστον διάστημα. Ήταν πραγματικά μια πόλη που ταυτόχρονα με Αποδεχόταν σαν ένα πλάσμα μισό, ανίκανο κι ανέλπιδο, και μ’ Απέρριπτε, μ’ έφτυνε σαν ενοχλητικό άρρωστο φλέμα, γιατί ήμουν ένα τίποτα, με τίποτα για ρούχα. Άλλωστε εδώ κατοικούσαν και οι δυο φαμίλιες των Τύψεων. Οι Ευεργέτες και οι Εκτελεστές. Οι Ευεργέτες πάντα σε κυνηγούν για να κάνεις κάτι ώστε να επανορθώσεις, και οι Εκτελεστές απλά σε κυνηγούν για να διαλύσουν ό,τι έχει απομείνει στην ψυχή σου. Εμένα πάντως με κυνηγούσαν όλοι, κι εγώ απ’ όλους έτρεχα. Δεν κατόρθωσα ούτε να καταστραφώ, ούτε να συγχωρεθώ. Δεν κατόρθωσα το παραμικρό.
Δεν είχα καμιά πρόθεση να μονοπωλήσω τον χρόνο σας, ούτε καν για λίγο. Αλλά δεν έχω κανέναν άλλο να τα πω. Δεν έχω κι εγώ δικαίωμα, εγώ το Ψάρι, το Ψάρι μες στην Ενυδρία να εξομολογηθώ πριν να κάψω μετά τρελής μου χαράς μια ολόκληρη Επικράτεια; Περιπλανήθηκα στα στενά αυτού του κόσμου, κι επιτέλους, με άλλαξε. Μ’ έκανε να δω. Είδα την δυστυχία μου και τον εγωκεντρισμό μου. Κι ό,τι είχα εγώ επιφέρει σε έναν ολόκληρο πολιτισμό. Κρίμα για αυτούς που είχαν εμένα για Πλάστη, εμένα για Όλον, εμένα για Θεό. Αποδείχτηκα απλά, άλλο ένα χαμένο κορμί που περιπλανιέται στην πλατεία, με τραύματα ανοιχτά από συγκρούσεις με άλλους Θεούς, τυχερότερους, σαν κι εσάς. Έχω την σιγουριά πως ο κόσμος μέσα σας θα ‘ναι μάλλον πιο συγκροτημένος απ’ ότι η Ενυδρία μου. Μπράβο σας. Εύγε. Έχετε όμως το νου σας, εμείς οι Θεοί είμαστε αλαζόνες και δεν αφουγκραζόμαστε. Δεν ακούμε το ποίμνιό μας.
Έχω λοιπόν το αναφαίρετο δικαίωμα, να κάψω τα πάντα. Να βυθίσω την Ενυδρία μου στη λήθη. Ως εδώ. Αυτή είναι η τελευταία νύχτα ενός ολόκληρου κόσμου, που τον κατέστρεψα λίγο-λίγο εγώ, γιατί ποτέ δεν έπαψα να είμαι ένα μισό, ένα ατελές ακόμα και το όνομα που μ’ αποκαλούν με χλευάζει, Όλον! Ένας Θεός με ψυχολογικά. Ως εδώ.