Ο Καπετάν Οινολεμόντος και τα Δελφίνια
(μια ιστορία της Ενυδρίας)

γράφει η Βάγια Ψευτάκη


Μια φορά κι έναν καιρό, όταν το Όλον ήταν ακόμα νέο κι αθώο, με ροδαλά μαγουλάκια και μπούκλες μαλλιά, όταν του άρεσε να παίζει με πλαστικά ζωάκια και να χτίζει κάστρα στην αμμουδιά, στην Επικράτεια της Ενυδρίας υπήρχε ένας καπετάνιος ξακουστός που όργωνε τις αχανείς λίμνες που στο μάτι, δεν διέφεραν πολύ κι από μικρά πελάγη. Ο Καπετάν Οινολεμόντος ήταν ο πιο αγαπητός κι ο πιο περιζήτητος σ’ ολάκερη την Ενυδρία. Κι αυτό, γιατί με το ιστιοφόρο του το Υδρόμελι εγγυόταν ταξίδια ασφαλή, μα και ευχάριστα, καθώς το Υδρόμελι ήταν το μεγαλύτερο σκαρί που είχε ποτέ φτιαχτεί. Μετέφερε εμπορεύματα, ρούχα, υποδήματα, ξυλεία, ορυκτά, οτιδήποτε μπορούσε, για να τα λέμε σωστά. Πότε-πότε δεχόταν να πάρει στο καράβι του μερικούς λάτρεις της περιπέτειας για μια σύντομη κρουαζιέρα. Η ουσία όμως είναι πως πάντοτε, όλοι όσοι μιλούσαν για αυτόν, το στόμα τους έσταζε μέλι.


Για τον Καπετάνιο μας και το ιστιοφόρο του, βάρδοι συνέθεταν τραγούδια, λεγόταν μάλιστα πως κάποια χρόνια πριν –κανείς δεν ήξερε με σιγουριά πόσα- όταν τον Θρόνο είχε η Ρετζέξα η Απόρριψη κι είχαν τα πελάγη αποικήσει κάτι πανάσχημα τέρατα με κεφάλι σκύλου και ουρά ψαριού που έτρωγαν ναυτικούς και ρήμαζαν καράβια, ο Καπετάν Οινολεμόντος έσπευσε γενναία και τα ‘σφαξε στο γόνατο, ένα προς ένα, μέχρι το τελευταίο, και μάλιστα αυτό λέγεται προκάλεσε την ρήξη της Ρετζέξας απ’ τον θρόνο. Δεν υπάρχουν φυσικά αρχεία που να πιστοποιούν το γεγονός, μα όλοι στην Ενυδρία το πιστεύουν. Κι αν τους πεις:
«Μα πως το ξέρετε καλοί μου άνθρωποι ότι ήταν ο Καπετάν Οινολεμόντος;»
Θα κουνήσουν το κεφάλι κι έκπληκτοι θα πουν:
«Και ποιος μήπως να ‘τανε, ξένε; Όλοι δα το ξέρουν πως είναι ο πιο γενναίος!»
Κάπως έτσι, βλέπετε, πως τα αποδεικτικά στοιχεία δεν παίζουν και πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία μας. Ο Καπετάν Οινολεμόντος έπλεε γενναίος κι ευτυχής, με μόνη παρέα του στα μακρινά του ταξίδια τα Δελφίνια. Συντρόφευαν το πλοίο του σχεδόν σε κάθε λιμάνι, σε κάθε προορισμό. Πολλοί τον ρωτούσανε αν είναι τα ίδια δελφίνια που τον ακολουθούν κι εκείνος με ένα νεύμα του κεφαλιού απαντούσε καταφατικά.
«Και πώς γίνεται αυτό βρε Καπετάνιε;» τον ρωτούσαν οι τυχοδιώκτες και οι ναύτες κι οι λάτρεις της περιπέτειας που κατά καιρούς σάλπαραν μαζί του.
Τότε ο Καπετάν Οινολεμόντος χαμογελούσε κάτω από το παχύ γκρίζο του μουστάκι, έτριβε το πηγούνι του και πριν μιλήσει πιπιλούσε για μια στιγμή τον αλμυρό του αντίχειρα.
«Τα ίδια είναι, κάθε φορά. Ξέρω και τα αναγνωρίζω σωστά».
Όταν οι εποχές αλλάξανε κι η Ενυδρία άρχισε να παίρνει μια μουντάδα, να την κυβερνούν πλάσματα απάνθρωπα, σταλμένα απ’ το Όλον, ο Καπετάν Οινολεμόντος συνέχιζε να πλέει στα πέλαγα και να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα. Να μεταφέρει θρύλους κι εμπορεύματα. Μα σταδιακά, η ζήτηση για συμβατικά αγαθά έπεσε. Ο κόσμος δεν είχε χρήματα κι ούτε χαρά, κι οι δουλειές του Καπετάνιου μας άρχισαν να ναυαγούν. Μάλιστα, ένα βράδυ, που είχε καθίσει να πιει μια ρακί σε ένα καπηλειό της Κόκκινης Πόλης του Έρωτα, ο Καπετάν Οινολεμόντος μονολογούσε:
«Τι θα απογίνω άραγε εγώ;»
«Να βρεις κι εσύ ένα κεραμίδι να βάλεις πάνω απ’ το κεφάλι σου», τον συμβούλεψε ο μαγαζάτορας, ένας τύπος ψηλόλιγνος που φορούσε ένα κακόγουστο κοστούμι με κάθετες ασπρόμαυρες ρίγες.
«Εσύ, Αλχημιστή του Έρωτα, δεν ξέρεις τι είναι να μένεις χωρίς δουλειά. Εσένα τα φίλτρα σου δεν θα πάψουν ποτέ να τα ζητούν, οι άνθρωποι δεν παύουν να ερωτεύονται και να ζηλεύουν και να εκδικούνται».
«Μην το λες Καπετάνιε. Κι εγώ αναδουλειές έχω. Τι να το κάνεις, άμα οι άνθρωποι παύουν να ονειρεύονται; Τότε κι εσύ κι εγώ είμαστε είδος πολυτελείας».
Κούνησε ο Καπετάνιος το κεφάλι του με πίκρα. Είχε δίκιο ο Αλχημιστής. Μα τότε, του ήρθε ιδέα ιδιοφυής. Χωρίς καλά-καλά να το σκεφτεί, αυθόρμητος άνθρωπος καθώς ήταν, είπε:
«Εσύ λοιπόν, Αλχημιστή, δεν μπορείς μια μαγική φόρμουλα να κάνεις; Ξέρω ότι μπορείς ένα σωρό θαύματα να φτιάνεις».
Ο Αλχημιστής του Έρωτα έστρωσε το ριγέ του σακάκι και χαμογέλασε όλο κομπασμό και σκέρτσο.
«Αυτό κάνω καπετάνιο, μαγικές φόρμουλες, αυτό κάνω!»
Ο Καπετάνιος ήπιε τη ρακί μονοκοπανιά και σκούπισε το στόμα του με το μανίκι.
«Δεν εννοώ, αυτά που κάνεις για τους ερωτοχτυπημένους. Εννοώ, κάτι πιο μεγάλο, πιο θαυμαστό».
Ο Αλχημιστής έγειρε πάνω στον πάγκο και στύλωσε τους αγκώνες του, και πλησιάζοντας σε απόσταση αναπνοής τον Καπετάνιο –αν και δεν θα το ‘κανε αν ήξερε για το πρόβλημα κακοσμίας του- του ψιθύρισε:
«Εννοείς κάτι πολύ φιλόδοξο, Καπετάνιε, έτσι δεν είναι;»
Ο Καπετάν Οινολεμόντος γύμνωσε τα κίτρινα δόντια του και κούνησε το κεφάλι σηκώνοντας ξανά το ποτήρι του.
«Τώρα μιλάς σωστά».
Ο Αλχημιστής απομακρύνθηκε με τη σπίθα της ικανοποίησης να καίει στο βλέμμα του.
«Μια φόρμουλα για να τους κάνει ξανά ευτυχισμένους. Αυτό θα ήταν…»
«Ιδιοφυές!» συμπλήρωσε ενθουσιασμένος ο Καπετάν Οινολεμόντος.
«Ένα καινούριο προϊόν που όποιος το δοκιμάζει θα γητεύεται και θα θέλει κι άλλο. Το ελιξίριο της ευτυχίας!» άρχισε το παραλήρημα μεγαλείου ο Αλχημιστής του Έρωτα.
«Ναι, μα τι θα ‘ναι αυτό που όλοι θα θέλουν να δοκιμάσουν; Κάποιο ποτό;» έκανε ο Καπετάνιος και χάιδεψε το μουστάκι του σκεφτικός.
«Όχι, όχι ποτό. Κάτι που να μπορούν και τα παιδιά να το γευτούνε».
Ο Καπετάνιος έγειρε ξανά πάνω στον πάγκο με την έκφρασή του να έχει σοβαρέψει ξαφνικά.
«Ξέρεις ότι εδώ μιλάμε για ανατροπή του Θρόνου, εσχάτη προδοσία κατά του Όλου».
Ο Αλχημιστής κούνησε το κεφάλι του κι έβαλε και για αυτόν ένα ποτηράκι ρακί.
«Ναι φίλε μου. Αν μας μυριστεί η Χλέμια η Πίκρα, δεν έχουμε κανένα μέλλον!»
Ο Καπετάνιος ρουθούνισε απαξιωτικά.
«Έτσι κι αλλιώς, μέλλον δεν έχουμε. Αν το καταραμένο το Όλον δεν αποφασίσει να αγαπήσει επιτέλους τους ανθρώπους του, η Χλέμια θα μείνει αιωνίως στον Θρόνο μέχρι να τα ρημάξει όλα».
«Ή να μας ταίσει έναν-έναν στον σύζυγό της, τον Λευκό Άρχοντα του Χάους», συμπλήρωσε ο Αλχημιστής και έσφιξε τα λεπτά του χείλη.
«Ακριβώς. Αυτή είναι η μοίρα της Ενυδρίας αν δεν πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Βαμμένη την έχουμε έτσι κι αλλιώς. Ίσως όμως ακόμα να υπάρχει ελπίδα. Αν μπορέσουμε να τους την εμφυσήσουμε».
Σαν ξεστόμισε την τελευταία λέξη, ο Αλχημιστής πετάχτηκε όρθιος απ’ το σκαμπό του.
«Το βρήκα! Σοκολάτα!»
Κι έτσι λοιπόν ξεκίνησε η συνομωσία ενός καπετάνιου κι ενός αλχημιστή να αλλάξουν τον κόσμο με σοκολάτες. Τις επόμενες μέρες πριν να σαλπάρει ξανά ο Καπετάν Οινολεμόντος, οι δυο τους συναντιόνταν τακτικά, παίρνοντας όσες περισσότερες προφυλάξεις μπορούσαν να μην τους δει κανένα κακό μάτι, και σχεδίαζαν πως θα διένειμαν τις σοκολάτες στα πέρατα της Ενυδρίας. Αρχικά, σχεδίαζαν ο Καπετάνιος να φορτώσει τις πρώτες σοκολάτες την επόμενη φορά που θα έδενε στο λιμάνι της Κόκκινης Πόλης, αλλά ο ενθουσιασμός τους ήταν τέτοιος που τον έντυσαν με τον φόβο τους μήπως η κατάσταση χειροτερέψει και δεν προλάβουν να ρίξουν τις σοκολάτες στην κατανάλωση, κι αποφάσισαν να τις φτιάξουν σε χρόνο αστραπή για να τις πάρει μαζί του ο Καπετάνιος σε λίγες μέρες που θα σάλπαρε.
Ο Αλχημιστής δούλευε μέρα νύχτα, χωμένος πότε μέσα στα βιβλία και πότε ανάμεσα στα τσουκάλια του στο υπόγειο του μαγαζιού. Ο Καπετάν Οινολεμόντος προσπαθούσε να παραστήσει πως δεν έτρεχε τίποτα και κυκλοφορούσε πιο κατσούφης από ποτέ, τόσο που οι λιγοστοί του ναύτες άρχισαν να τον φοβούνται και να αναρωτιούνται αν ήταν στα καλά του. Εκείνος όμως γελούσε από μέσα του και τα βράδια στο σκληρό του κρεβάτι συλλογιζότανε την Ενυδρία Αλλιώς και αποκοιμιότανε με το χαμόγελο στα χείλη.
Εκείνο λοιπόν το πρωινό της αναχώρησης του φάνηκε σαν ν’ άργησε πολύ να ξημερώσει. Μάτι δεν είχε κατορθώσει να κλείσει και τα βρώμικα νύχια του τα είχε καταφάει, μέχρι που το κρέας τον πονούσε. Ο Αλχημιστής είχε προλάβει να κατασκευάσει την μυστική του φόρμουλα ευτυχίας, κι αν η Ενυδρία ήταν λιγάκι τυχερή, δεν θα τους έπαιρνε κανείς χαμπάρι ότι δούλευαν για το καλό του Όλου κάτω από τη μύτη του. Ήταν ενθουσιασμένοι. Είχαν κανονίσει το εμπόρευμα να μεταφέρει στο πλοίο ο παραγιός του Αλχημιστή του Έρωτα, ο Περούβιο ο Τσαρλατάνος, ένα παιδί κακομούτσουνο, που δεν έστεκε και πολύ στα μυαλά του. Βέβαια, ο Καπετάν Οινολεμόντος είχε τις αντιρρήσεις του, καθώς φανταζόταν πόσο εύκολα θα τα θαλάσσωνε ο μικρός, αλλά ο Αλχημιστής επέμενε πως, εφόσον ο παραγιός του έκανε όλες τις αγγαρείες, έτσι έπρεπε να κάνει και τώρα, ώστε να μην κινήσουν υποψίες. Ο Καπετάνιος δεν συμφώνησε ακριβώς, απλώς το βούλωσε διακριτικά, τόσο ενθουσιασμένος ήταν!
Πριν λοιπόν να χαράξει, ο Καπετάνιος έσπρωξε με φούρια την κουβέρτα από πάνω του, κι αφού τινάχτηκε σαν σκύλος μπας και διώξει τις καταραμένες ψείρες, πλησίασε το παράθυρο. Παραμέρισε την βαριά βελούδινη κουρτίνα του πανδοχείου κι έριξε μια καχύποπτη ματιά έξω. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Ωραία. Απ’ την άλλη πάλι, η νέκρα της Κόκκινης Πόλης τον έθλιβε βαθιά, καθώς νοσταλγούσε την παλιά της δόξα με τις εταίρες να φιλιούνται στους δρόμους και τους ναύτες να λιποθυμούν μεθυσμένοι απ’ τον έρωτα και το αλκοόλ. Μα πάνω απ’ όλα, του έλειπε το αιώνιο ηλιοβασίλεμά της.
Βλέπετε, πριν την Βασιλεία της Χλέμια της Πίκρας, την Κόκκινη Πόλη έλουζε ένα παντοτινό ηλιοβασίλεμα, κι όλες οι ώρες ήταν γλυκές, μεθυστικές, με κόκκινες και πορτοκαλί ανταύγειες, κι αυτή ήταν ώρα που ταίριαζε στην πόλη του Έρωτα. Πλέον, η Κόκκινη Πόλη ήταν βυθισμένη στο πλήρες σκότος, όπως και ολάκερη η Ενυδρία.
Κάπου μακριά, ένας σκύλος αλύχτησε παραπονεμένα, κι αυτό ήταν αρκετό για να επαναφέρει τον Καπετάν Οινολεμόντο στην πραγματικότητα. Έφερε το ρολόι του στο ύψος των ματιών, μετά το απομάκρυνε λίγο, λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, και, ναι, είδε πως ήταν ώρα να πηγαίνει. Έπιασε την πίπα του από το ετοιμόρροπο κομοδίνο, και αφού την άναψε βιαστικά, βγήκε από το μουντό του δωμάτιο αφήνοντας πίσω του τολύπες καπνού.

Στο λιμάνι, ο Τσαρλατάνος παιδευότανε με τα σχοινιά που συγκρατούσαν κλειστά τα ξύλινα καφάσια με το ελιξίριο. Έδενε και ξέλυνε και ξανάδενε τους κόμπους, πότε πιάνοντας τα ίδια του τα δάχτυλα, πότε φτιάχνοντας θηλιές που λύνονταν με ένα τράβηγμα. Ένας ναύτης είχε προσπαθήσει να τον βοηθήσει, αλλά ο Τσαρλατάνος, ορμηνευμένος από τον Αλχημιστή να μην αφήσει κανέναν άλλο να έρθει σε επαφή με το εμπόρευμα, του γάβγισε μερικές περιποιημένες βρισιές. Για καλή του τύχη, μόλις είχε καταφθάσει τρεχάτος ο Καπετάν Οινολεμόντος.
«Αυτό το στουρνάρι θα το φάει το κεφάλι του!» γρύλισε μέσα από τα δόντια του καθώς έβλεπε το ναύτη να κινείται προς τον Τσαρλατάνο με την γροθιά του υψωμένη. «Έλα Πιτ, άσ’ τον να πάει στα κομμάτια!» φώναξε στον ναύτη με βροντερή φωνή, τόσο πολύ τρομάζοντας τον Τσαρλατάνο, που αναπήδησε με μια πνιχτή κραυγή. Το καφάσι πάνω-πάνω ταλαντεύτηκε για μια στιγμή, έγειρε επικίνδυνα, και πριν προλάβει ο Καπετάνιος να το πιάσει με ένα σάλτο, έπεσε στην αποβάθρα κι έγινε κομμάτια, αφήνοντας τις σοκολάτες σε κοινή θέα. Ο Καπετάν Οινολεμόντος αναθεμάτισε κρατώντας την ανάσα του, ενώ ο Τσαρλατάνος, έντρομος, είχε ριχτεί στα γόνατα και μάζευε τις σοκολάτες με σπασμωδικές κινήσεις.
«Σοκολάτες;» ρώτησε με περιέργεια ο ναύτης σηκώνοντας μία.
«Βοήθα τον να τις μαζέψει, να φορτώσουμε και να φεύγουμε! Έχουμε αργήσει, θα μας πάρει το μεσημέρι!» γρύλισε ο Καπετάνιος, αλλά ο ναύτης, σα να μην τον άκουσε καν, είχε ήδη ξετυλίξει τη σοκολάτα κι είχε δαγκώσει την πρώτη του μπουκιά βγάζοντας ένα παρατεταμένο μουγκρητό απόλαυσης.
Ο Οινολεμόντος, έξαλλος και τρομοκρατημένος μήπως το σχέδιο τους ξεσκεπαζόταν πριν την ώρα του, πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές και με μια απότομη κίνηση, άρπαξε την μαγική σοκολάτα απ’ τον ναύτη και την εκσφενδόνισε στη θάλασσα.
«Μη ξαναδώ να αγγίζεις εμπόρευμα!» κατάφερε να σφυρίξει μες στα νεύρα του. «Θέλεις να μας χαλάσεις την αξιοπιστία; Να μείνεις χωρίς δουλειά, παλιόσκυλο;»
Ο ναύτης, που άλλοτε θα τα είχε κάνει πάνω του απ’ τον φόβο του, πλατάγιζε τα χείλη του όλο ευχαρίστηση. Στο πρόσωπό του είχε χαραχτεί ένα πλατύ χαμόγελο, και τα μάτια του είχαν καρφωθεί στην θάλασσα.
«Πιτ! Ακούς τι σου λέω;» βροντοφώναξε ο Καπετάν Οινολεμόντος, καθώς το άγχος του έδινε απανωτές κλωτσιές στο στομάχι.
Ο Πιτ δεν έμοιαζε να ακούει κουβέντα. Έτρεξε με όλη του τη δύναμη και με ένα σάλτο, βούτηξε στα σκοτεινά νερά και χάθηκε κάτω από την επιφάνειά τους. Ο Τσαρλατάνος, με τα γόνατα λυγισμένα κάτω από το βάρος του εμπορεύματος, είχε μείνει να χάσκει, με το στόμα μισάνοιχτο και το βλέμμα στυλωμένο στο σημείο όπου είχε εξαφανιστεί ο ναύτης. Ο Καπετάν Οινολεμόντος έγλειψε τα στεγνά του χείλη. Αισθανόταν το κορμί του να τρέμει, την καρδιά του να τρέχει κατοστάρι.
«Τι κοιτάς σαν χάνος; Φόρτωσ’ τα να σαλπάρουμε!», φώναξε με τη βραχνή φωνή του, κι ευθύς ο Τσαρλατάνος ξύπνησε απ’ την νάρκωση κι ανέβασε βιαστικά τα πρώτα καφάσια στο πλοίο.
Του πήρε αρκετή ώρα να τα φορτώσει, ενώ κάθε τόσο, ξέκλεβε ματιές προς τη θάλασσα, αλλά ο ναύτης δεν φαινόταν πουθενά. Λίγο έλειψε να χάσει την ισορροπία του καθώς βάδιζε βαριανασαίνοντας στην ξύλινη ράμπα που οδηγούσε στο πλοίο, αλλά ο Καπετάν Οινολεμόντος, κάθε φορά που λίγο αφαιρούταν, του γάβγιζε μερικές βρισιές κι επέστρεφε στο χαμαλίκι με κατεβασμένο κεφάλι.
«Τέλος, αφεντικό!» είπε τελικά, με την ελπίδα πως θα του ‘δινε και ‘κείνου να δοκιμάσει μια στάλα από τις σοκολάτες.
«Ωραία, άντε τώρα, δρόμο! Να πεις στον Αλχημιστή πως όλα εντάξει» του είπε κι έκανε να γυρίσει την πλάτη του, αλλά με την άκρη του ματιού του, είδε πως ο Τσαρλατάνος δεν είχε σκοπό να κουνήσει ρούπι.
«Τι θες;»
«Να, αφεντικό, να, έλεγα μήπως…έλεγα μήπως να μου δίνατε κι εμένα λίγο…αυτή η μυρωδιά απ’ το κακάο, τα ρουθούνια μου ‘σπασε», μουρμούρισε και χαμήλωσε ταπεινά το βλέμμα.
Τα μάτια του Καπετάνιου πετούσαν σπίθες. Με ένα νεύμα του κεφαλιού, του έδειξε την ξύλινη ράμπα.
«Δρόμο!»
Ο Τσαρλατάνος, δίχως δεύτερη κουβέντα, γύρισε την πλάτη κι άρχισε να κατηφορίζει στην ράμπα. Τα χείλη του όμως είχαν τραβηχτεί σε ένα λάγνο χαμόγελο, καθώς στις φαρδιές τσέπες της φθαρμένης του ζακέτας ένιωθε το βάρος της σοκολάτας που είχε βουτήξει.

Ο Καπετάν Οινολεμόντος σάλπαρε και ταξίδεψε, για μίλια πολλά, όπως και κάθε άλλη φορά, και σε κάθε λιμάνι που έφτανε, μαζί με τα υπόλοιπα εμπορεύματα κατέβαζε και μερικά καφάσια σοκολάτες, και σαν έφευγε, κι άφηνε πίσω του ανθρώπους με πρόσωπα χαμογελαστά, έτριβε τα χεριά του μες στην χαρά το σχέδιό τους πήγαινε καλά. Μέχρι και τα Δελφίνια που τον ακολουθούσαν έδειχναν να διαισθάνονται τι προσπαθούσε να κάνει, καθώς χοροπηδούσαν με ολοένα μεγαλύτερη ζωντάνια και σκέρτσο, ολοένα και πιο κοντά στο σκαρί, κι ο Καπετάνιος ήταν υπέρ-ευχαριστημένος γιατί πρόσδιδαν μια νότα αισιοδοξίας στο ταξίδι του, και του θύμιζαν λιγάκι πως θα ήταν η Ενυδρία Αλλιώς.
Το μόνο που κάπως τον προβλημάτιζε ήταν οι ναύτες του. Με μερικούς από δαύτους ταξίδευε χρόνια και τους ήξερε καλά, και αν μη τι άλλο, τους εμπιστευόταν, αλλά του είχε καρφωθεί στο μυαλό ότι έτρωγαν το εμπόρευμα. Πολλές φορές, όταν έστριβε σε κάποια γωνία, έβλεπε κάποιον να μασουλά κάτι και να το καταπίνει γρήγορα, μόλις αντιλαμβανόταν την παρουσία του. Δεν ήθελε να προσβάλλει τους άντρες του, κατηγορώντας τους για κάτι τέτοιο, και συνήθως το ζήτημα έληγε πείθοντας τον εαυτό του ότι είχε αρχίσει να γερνάει και να γίνεται καχύποπτος.
Στο τελευταίο λιμάνι που σταμάτησε, έμαθε πως τα νέα για τις σοκολάτες της ευτυχίας είχαν ταξιδέψει σχεδόν παντού, και η ζήτηση ήταν τεράστια. Έτσι, αποφάσισε να τολμήσει να στείλει ένα κωδικοποιημένο γράμμα στον Αλχημιστή για να φτιάξει κι άλλες.
Μέσα σε τρεις περίπου μήνες, οι σοκολάτες είχαν γίνει ανάρπαστες, δεν τις προλαβαίνανε. Ο Καπετάνιος χαιρόταν να βλέπει πρόσωπα γελαστά σε όποιο λιμάνι έφτανε και κοιμόταν με όνειρα γλυκά μιας Ενυδρίας που θα τον γιόρταζε σαν ήρωα. Φυσικά, έβλεπε επιλεκτικά. Διάλεγε να αγνοεί πως κάτω από το χαρούμενο βλέμμα των συμπολιτών του ελλόχευε το πάθος, η εμμονή, η απληστία. Διάλεγε να αγνοεί πως τα πλήθη που συγκεντρώνονταν στο λιμάνι, ποδοπατιόταν κι αλάλαζαν σαν άγριοι ιθαγενείς που προσδοκούν την λύτρωση απ’ τους αιμοβόρους θεούς τους. Αγνοούσε ακόμα και το γεγονός πως, αν και η μυστική τους εκστρατεία για την σωτηρία της Ενυδρίας κάθε άλλο παρά μυστική ήταν πια, η Χλέμια η Πίκρα δεν νοιαζόταν να τους σταματήσει. Δεν έστελνε τους Μπάτσους της να διαλύσουν τα πλήθη των ευτυχισμένων. Αγνοούσε ακόμα και πως ο ουρανός δεν είχε στάλα χρώμα, δεν έμοιαζε να αλλάζει, όπως θα έπρεπε, αν όλοι αυτοί ήταν ευτυχείς. Αυτό όμως που δε μπόρεσε να αγνοήσει, ήταν το γράμμα του Αλχημιστή.


Καπετάνιε μου, Αποτύχαμε. Πιθανότατα αυτό να είναι το τελευταίο γράμμα που θα μπορέσω να σου στείλω. Το εργαστήριο είναι περικυκλωμένο απ’ το πλήθος. Έχουμε κυριολεκτικά ταμπουρωθεί εδώ μέσα με τον Τσαρλατάνο. Όλοι έχουν τρελαθεί. Η ευτυχία που τους χαρίσαμε, ήτανε πλαστή. Μια στιγμή ξεγνοιασιάς μέσα στη θάλασσα της δυστυχίας τους. Δεν τους χαρίσαμε την ευτυχία, αλλά ένα ναρκωτικό. Μια ψευδαίσθηση, μια αλχημεία. Ω, θα έπρεπε να το είχα προβλέψει, αλλά βλέπεις, ήθελα τόσο πολύ, να αποτινάξουμε τον ζυγό της πίκρας. Νομίζω τώρα προσπαθούν να σπάσουν την πόρτα με έναν κριό. Δεν θα αντέξει για πολύ ακόμα. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν, όλους τους έχει ρουφήξει η απληστία. Ακόμα και τον Τσαρλατάνο, τον κρατάω δεμένο σ’ ένα σωλήνα. Νομίζω πως με κάποιο τρόπο κατάφερε να κλέψει λίγη σοκολάτα. Τα μάτια του…είναι τόσο…τρελά! Είναι λες κι έχει ξεχάσει να μιλά, μόνο γρυλίζει κι αλυχτά. Ηττηθήκαμε, φίλε μου. Ελπίζω να μείνουν λίγοι ονειροπόλοι ακόμα, που θα σχεδιάσουν την αντίσταση λίγο πιο προσεκτικά. Αυτή είναι η μόνη ελπίδα μας. Σε χαιρετώ Καπετάνιε. Εύχομαι το Όλον να σου χαρίσει μια καλύτερη μοίρα. Με τιμή, Ύστατος Αλχημιστής των Ορμονών του Έρωτα

Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το γράμμα που είχε ρίξει στα χέρια του ένα θαλασσοπούλι λίγο πριν σαλπάρει από το λιμάνι της Νεζ Ροζ. Τώρα βρισκόταν μίλια μακριά από την ακτή, στη μέση της μαύρης αρυτίδωτης θάλασσας. Έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό, με την ελπίδα πως θα έβλεπε ένα άστρο, μα τίποτα. Ήταν λες και έπλεε στο αχανές άπειρο, λες και το πλοίο του ήταν η μόνη ένδειξη ζωής στο μακρύ αυτό πέπλο του τίποτα που τον κατάπινε. Στύλωσε το κορμί του στα κάγκελα της πρύμνης κι έκλεισε τα μάτια. Παντού βασίλευε το σκότος. Έξω και μέσα του. Και σαν η καρδιά του βούλιαζε ολοένα, άκουσε έναν παφλασμό, κι αμέσως κι άλλον, κι άλλον.
Κοίταξε κάτω στα νερά. Ήταν τα Δελφίνια του. Η τελευταία του παρηγοριά. Απ’ όλα τα πλάσματα που είχε συναντήσει στα ταξίδια του, τα Δελφίνια του έμοιαζαν να είναι τα μόνα ανεπηρέαστα από την κατρακύλα της Ενυδρίας. Πώς τον ανακούφιζε που τα έβλεπε να παίζουν μεταξύ τους, δώσ’ του με σάλτα και βουτιές και χαρούμενες κραυγές.
Έπρεπε να σχεδιάσει την επόμενη κίνησή του κι έπρεπε να γίνει γρήγορα. Ήξερε, πως αν σταματούσε να δίνει τις σοκολάτες, πιθανότατα θα είχε την ίδια τύχη με τον Αλχημιστή. Αλλά από την άλλη, δε μπορούσε να συνεχιστεί περαιτέρω αυτή η αρρώστια. Βρισκόταν σε αδιέξοδο.
«Τι στο καλό σας κάνει εσάς τόσο ευτυχισμένα; Γιατί όχι κι εμείς;» μονολόγησε φουρκισμένα. Έτσι ήταν ο Καπετάν Οινολεμόντος. Δεν θρηνούσε για πολύ. Την θλίψη του γρήγορα την μετέτρεπε σε πείσμα και οργή.
«Για τώρα, θα συνεχίσω κανονικά. Μέχρι να σκεφτώ, να σκεφτώ! Κάποιος τρόπος θα πρέπει να υπάρχει» μουρμούρισε αγριεμένος μέσα απ’ τα δόντια του.
Μέσα σε λίγα λεπτά, τα Δελφίνια είχαν χαθεί απ’ τα μάτια του. Τα καληνύχτισε σιωπηλά και κίνησε για την καμπίνα του σέρνοντας τα βήματά του. Δε θα κατάφερνε να κοιμηθεί, παρά την κούρασή του. Η απογοήτευση ταλάνιζε την καρδιά του. Του πέρασε απ’ το μυαλό να δοκιμάσει κι εκείνος, έστω για μια φορά, μια σοκολάτα, αλλά κρατήθηκε. Αν έπεφτε κι εκείνος θύμα του ναρκωτικού δεν θα είχε απομείνει κανείς πια.
Οι μέρες κυλούσαν βιαστικά, λες και είχαν συνωμοτήσει να μην του αφήσουν χρόνο για σκέψη. Έφτασε στο λιμάνι, έδεσε, ξεφόρτωσε, φόρτωσε, σάλπαρε. Αυτό έγινε κι άλλες φορές, μέχρι που οι μέρες γίνανε μήνας. Εκείνη λοιπόν την τριακοστή πρώτη νύχτα από τότε που είχε λάβει το γράμμα, ξέσπασε η ανταρσία.
Στεκόταν στο κατάστρωμα, γέρνοντας στην κουπαστή, με το βλέμμα χαμένο στα αφρισμένα κύματα και την πίπα του στο στόμα, όταν άκουσε φωνές και τρεχαλητά. Το περίμενε πως κάποια στιγμή θα συνέβαινε. Οι ναύτες του, άνθρωποι ήτανε κι αυτοί, λύγισαν απ’ τη λαχτάρα τους για το ναρκωτικό. Πήρε άλλη μια ρουφηξιά καπνό και τον κράτησε παρατεταμένα στα πνευμόνια του. Δεν τους έριχνε φταίξιμο. Δεν το έριχνε σε κανέναν. Κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά, χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ’ το νερό. Την επόμενη στιγμή, ξεφύσηξε με δύναμη και γύρισε να τους αντιμετωπίσει.
Μα μπροστά του, στεκόταν μονάχα ένας καμπούρης ναύτης, με βλογιοκομμένο πρόσωπο και μπράτσα αδύνατα σαν ξυλαράκια. Ήταν βοηθός του μάγειρα, και πάντα του διέφευγε το όνομά του.
«Κάτω αρχίσανε φασαρίες, Καπετάνιε» είπε με φωνή ψιλή, που έτρεμε. «Καπετάνιε, συμπαθάτε με, αλλά νομίζω, να, νομίζω φταίει το εμπόρευμα. Είναι διαβολεμένο».
Ο Καπετάν Οινολεμόντος χαμογέλασε. Η πίπα του είχε σβήσει.
«Έτσι είναι».
«Καπετάνιε, κατέβηκαν κάτω, στα αμπάρια. Ψάχνουν τώρα».
Χαμογέλασε πικρά στο κακομοιριασμένο απολειφάδι.
«Τι θες εδώ ναύτη; Εσύ γιατί δεν πας;»
Ο βοηθός μάγειρα έσκυψε το κεφάλι, λίγο ακόμα κι η σουβλερή του μύτη θ’ ακουμπούσε το πάτωμα. Ο Καπετάν Οινολεμόντος του γύρισε την πλάτη κι άφησε ξανά το βλέμμα του να πλανηθεί στα σκοτεινά νερά. Πλάι στο πλοίο φάνηκαν τα Δελφίνια του, κι ένιωσε κάποια παρηγοριά.
«Ήταν διαβολεμένο πράμα, κυρ’ Καπετάνιο. Κακό, πολύ κακό», κόμπιασε και ρούφηξε τα σάλια του, «Δεν έπρεπε να το πάρουν…»
Ο Οινολεμόντος αναστέναξε απορροφημένος απ’ τον χορό των Δελφινιών. Ξάφνου, το σκαρί τραντάχτηκε συθέμελα, λες κι είχαν πέσει σε ξέρα. Την τελευταία στιγμή πρόλαβε να κρατηθεί γερά από τα κάγκελα, ενώ ο καμπούρης είχε κατρακυλήσει πάνω του.
«Να πάρει, ξέρα! Θ’ αφήσανε το τιμόνι τα καθίκια!» γρύλισε σφίγγοντας τα δόντια του απ’ την αδρεναλίνη.
«Νόμισα πως έκανα το σωστό, πως θα γινόμουν πρώτος μάγειρας, Συγνώμη, Καπετάνιο…» ψέλλισε κρεμασμένος από το μπατζάκι του.
«Τί λες μωρέ;»
«Το πέταξα, Καπετάνιο. Όλο το πέταξα, πάει!» ξέσπασε ο καμπούρης σε λυγμούς τραβώντας δυνατά το παντελόνι του.
Ο Οινολεμόντος γούρλωσε τα μάτια κι ανοιγόκλεισε το στόμα, μα λέξη δεν κατάφερε να βγάλει. Είχε πανιάσει.
Το καράβι σείστηκε ξανά, κι ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος του ξύλου που σκίζεται και σπάει. Οι κραυγές από τα αμπάρια αντηχούσαν ολοένα και πιο φρικτές.
«Δελφίνια μου!» ψιθύρισε ξεψυχισμένα και κρεμάστηκε από την κουπαστή, αναζητώντας με το βλέμμα να πιαστεί από μια ένδειξη, μια εικόνα πως τα δελφίνια του δεν είχαν δηλητηριαστεί.
Ένας κρότος, τελευταίος, έσκισε το υγρό σκοτάδι. Το καράβι έμελλε να βυθιστεί. Είδε πτερύγια να το περιτριγυρίζουν, κι η τελευταία του ελπίδα είχε χαθεί. Τα Δελφίνια είχανε φάει τη σοκολάτα, κι απ’ την ευτυχία της είχανε γλυκαθεί. Τόσο δυνατά ήταν τα μάγια, που ούτε ένα τόσο αθώο ζώο δε μπορούσε ν’ αντισταθεί. Ξάφνου, θυμήθηκε πως στην τσέπη του είχε μια σοκολάτα. Είχε μπει στο δίλημμα, το είχε παραδεχτεί. Τα ματιά του γυαλίζανε, γίνανε τρελά. Άρπαξε τη φόρμουλα, και την σήκωσε ψηλά, και κρατώντας την όσο γινόταν πιο σφιχτά, πήδηξε στα αβυσσαλέα νερά. Αν ήταν το ριζικό του κάποιο τέρας να τον κατασπαράξει, ας ήταν τουλάχιστον ένα που εμπιστευότανε παλιά.