Ο Κρεμασμένος
γράφει η Βάγια Ψευτάκη

(Στιγμιότυπο έξω από την λίμνη των Ναυαγίων. Ο κύριος Καριντού, ο ζαχαροπλάστης, συνομιλεί με τον κύριο Ταυ, τον συγγραφέα παιδικών βιβλίων για ενήλικες, λίγο πριν βουτήξουν για να επιστρέψουν στην καταποντισμένη πόλη των Ναυαγίων. Το στιγμιότυπο απαθανάτισε και μετέφερε μέσα από θραύσματα ενός σπασμένου καθρέφτη στο Βασίλειο του Αραχνού, του Άρχοντα της Λήθης, ο Μπρι κατά την διάρκεια της αποστολής του στην Ενυδρία. Εικάζεται πως ο ίδιος ο Μπρι αγνοεί πλήρως πως το παρόν ντοκουμέντο έχει περιέλθει στην κατοχή του Άρχοντα Αραχνού. Το στιγμιότυπο μεταφέρεται όσο το δυνατόν καλύτερα, καθώς αποτελείται από το είδωλο της εικόνας που συνέλαβε το θραύσμα του καθρέφτη. Αξίζει να σημειωθεί πως το είδωλο της εικόνας αποκρυπτογράφησε και συνέθεσε από την αρχή ο ίδιος ο Άρχοντας Αραχνός. Αν κανείς από εσάς γνωρίζει ποιος είναι ο Μπρι ή έχει οποιαδήποτε πληροφορία για το πρόσωπό του, παρακαλείται να κρατήσει σιγή ιχθύος και να απευθυνθεί το συντομότερο δυνατό στον Άρχοντα Αραχνό, καθώς ο Μπρι ακόμα αναζητείται στην Επικράτεια της Ενυδρίας, μετά τη μυστηριώδη εξαφάνισή του).

Ο ασάλευτος πιερότος,
όρθιος στέκει,
στο χείλος.

Κοιτάζει

Αυτό που καμιά σημασία δεν έχει

Και κανένα νόημα παντελώς

Κι όμως.
Ασάλευτος μένει
και κοιτάζει
Και φλερτάρει με το μαύρο του κενό.

Το Ρυάκι που
κυλάει, χύνεται
στον ουρανό.

Ήρθε ο φίλος μου και είπε.
«Δεν υπάρχει πια ο
Θεός».

Τον κοίταξα που κοιτούσε πάνω
Οι κόρες μαύρες,
γεμάτες δέος.

Έγνεψα με το κεφάλι
Υπήρχε ποτέ αυτός ο Θεός;

Ζούμε σε τέτοια
παραζάλη, που ποτέ,
ποτέ δεν χαρίζουμε
μια στιγμή
στο βλέμμα μας
Να πλανηθεί στ’ αστέρια,
στις πολυκατοικίες,
στο τσιμέντο,
σ’ όλες τις θηριωδίες
που φτιάξαμε δίχως δισταγμό

Κι εγώ λέω:
«Όλο δουλεύω ή ανησυχώ για κάτι
Ή και τα δυο μαζί μέχρι που πλέον δεν υπάρχω.
Δεν υπάρχω.
Κι ας είμαι εδώ».

Κι ο φίλος μου λέει:

«Όλη τη μέρα τρέχω,
σαν τρελός για να προλάβω,
τρέχω πρώτα να πετύχω
και έπειτα να ψυχαγωγηθώ.
Μα τελικά έχω μια υποψία
Τρέχω για να μη σταθώ».

Τον κράτησα έτσι απ’ το χέρι.
Μόνο για να ‘μαστε μαζί.
Μπορεί αύριο, ή σε λίγο,
Η ζωή μας να σωθεί.

Τώρα πια δεν έχει αστέρια
Η Ενυδρία βουλιάζει στο μετάξι,
Στο απαλό μετάξι, στη βελούδινη σιωπή.

Πέρα μακριά,
στο θαμπό μπλε των Ναυαγίων,
διακρίνω
έναν πιερότο,
την σκούφια του,
τα τραβηγμένα χείλη.

Είναι απ’ το τσίρκο,
Απ’ τον θίασο,
Είναι φίλος.

Στο δέντρο ανάποδα θα πάει να κρεμαστεί.

Κοιτάω τον φίλο μου, τα μάτια του,
Είναι άδεια.
Κοιτάω τα χέρια μου,
Το χέρι του είναι εκεί.

«Λες άραγε να μείνουμε εδώ για πάντα;»