Ένας Κήπος Στο Κεφάλι Μου
(μια ιστορία της Ενυδρίας)
γράφει η Βάγια Ψευτάκη

Τα πλάσματα του τόπου αυτού, που εδώ γεννιούνται, αναπνέουν, κατοικούν και πεθαίνουν, έχουν σώματα γυμνά και τόσο γκρίζα, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τα ξεχωρίσει από τους γκρίζους βράχους που πνίγουν το τοπίο. Η μονοτονία του σπάει από μικρά χρωματιστά μπαλώματα εδώ κι εκεί, μπουκέτα ποικιλόμορφα να χορταίνουν κάπως την πεινασμένη ματιά του άτυχου ταξιδιώτη. Βλέπετε, τα πλάσματα αυτά, για τα οποία ο κόσμος εδώ δεν μιλάει, δεν έχουν φυσιολογικό κεφάλι, όπως το εννοούμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι. Έχουν σαγόνι, έχουν χείλη, έχουν μάγουλα και μύτη, μα από τους κροτάφους και πάνω, απ’ εκεί απ’ όπου θα έπρεπε να ξεκινούν τα μάτια, έχουν ένα μικρό ιδιωτικό κήπο. Λουλούδια φυτρώνουν απ’ το λειψό τους κεφάλι, πολύχρωμα κι ευωδιαστά, τόσο έντονα που σου πονάνε τα μάτια και σου σπάνε τη μύτη. Κι όλα τους είναι διαφορετικά, παράξενα, σαγηνευτικά.


Αυτά τα πλάσματα, τα όμορφα και μαζί αποκρουστικά, κανείς δεν είναι σίγουρος αν έχουν εγκέφαλο ή αν στην θέση του υπάρχει κοπριά, μα πιστέψτε με, μπορεί μάτια να μην έχουν, αλλά δεν είναι τυφλά. Λέγεται πως έχουν και λαλιά, μόνο που κανείς ποτέ δεν την έχει ακούσει για να πει με σιγουριά.

«Εγώ θα σε λέω Ματίλντα», είπε το μικρό κορίτσι στο πλάσμα με τα λιλά και γαλάζια λουλούδια που έχασκε ακίνητο μπροστά του. Το στόμα μισάνοιχτο, τα χείλη σκασμένα, οι αγκώνες λυγισμένοι κι οι παλάμες κρεμασμένες, σαν μαριονέτα που κοπήκανε τα σχοινιά.
«Αφού δε μου λες το όνομά σου, πρέπει να σου βρω εγώ ένα. Δεν είναι ευγενικό να μιλάω με κάποια που δεν ξέρω ούτε καν το όνομά της».

Το μικρό κορίτσι έτεινε το χέρι του για χειραψία, αλλά το πλάσμα, η Ματίλντα, δεν κουνήθηκε.
«Ματίλντα, εσύ θα είσαι η καινούρια μου φίλη. Δεν έχω κανέναν άλλον εδώ. Ίσως να μπορείς να με βοηθήσεις, να βρω έναν δρόμο μες στα βουνά, να φύγω. Θέλω να πάω σπίτι μου», το κορίτσι κόμπιασε λίγο για να δει αν θα αντιδράσει, μα συνέχισε μετά από λίγες στιγμές απογοητευμένη, «Εμένα με λένε Αισία. Μένω στη Νεζ Ροζ, στην άκρη της ερήμου. Είναι μεγάλη πόλη». Το κορίτσι σώπασε για λίγες στιγμές και ζύγισε την καινούρια της φίλη. Έπειτα άπλωσε το χεράκι της διστακτικά να κόψει ένα λιλιπούτειο μοβ λουλούδι, αλλά το πλάσμα τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω, και τα μάτια της Αισίας βούρκωσαν απ’ το παράπονο.

«Ματίλντα, έχω χαθεί. Το σπίτι μου είναι πολύ μακριά, πάνω σε ένα ξανθό λοφάκι στην έρημο της Νεζ Ροζ, την έχεις ακουστά;» επανέλαβε με φωνή ραγισμένη. «Είναι πολύ όμορφο μέρος. Είχα πολλούς φίλους εκεί, που με αγαπούσαν». Σούφρωσε λυπημένη τα φρύδια της, και το ροδαλό προσωπάκι της άρχισε να χλομιάζει, να στραγγίζει και ν’ ασπρίζει σα χλωρίνη σε πανί. «Τώρα, έχω μόνο εσένα», μουρμούρισε θλιμμένα, και με τα ακροδάχτυλά της άγγιξε το χέρι της Ματίλντα. «Είσαι πολύ κρύα».

Η Αισία, δεν είχε χάσει κάθε ελπίδα με τη Ματίλντα, αλλά σίγουρα είχε απογοητευτεί αρκετά. Ποτέ της δεν είχε γνωρίσει κάποιον τόσο αμίλητο και αφιλόξενο. Προσπάθησε να διώξει τις ζοφερές σκέψεις απ’ το μυαλουδάκι της, και τα ήσυχα χρόνια που είχε ζήσει στην πόλη δίπλα στην Έρημο της Νεζ Ροζ, την βοήθησαν να δει την περιπέτειά της σαν μια ευκαιρία, ας πούμε, να γνωρίσει τον κόσμο πιο σφαιρικά.
«Ναι, έτσι πρέπει να το βλέπω», μονολόγησε κουνώντας το κεφάλι κι άφησε το χέρι της Ματίλντα. Σηκώθηκε και απομακρύνθηκε χοροπηδηχτά προς έναν μεγάλο βράχο που σχεδόν έκρυβε τον ήλιο. Μα δεν είδε, πως μόλις γύρισε την πλάτη, η Ματίλντα ανοιγόκλεισε τα ρουθούνια κι έγλειψε λαίμαργα τα ξερά της χείλη. Κι έπειτα, κουτσά-στραβά, σαν στρατιωτάκι που δεν κουρδίστηκε σωστά, κατέβηκε τον λόφο και χάθηκε πίσω από τους γκρίζους όγκους.

Η Αισία, εν τω μεταξύ, ήταν πολύ απασχολημένη. Είχε βρει ένα κίτρινο λουλούδι στην σκιά ενός θεόρατου βράχου και ζύγιζε αν έπρεπε να το κόψει και να το βάλει στα μαλλιά της για να μοιάζει έστω και λίγο στην καινούρια της φίλη. Ίσως έτσι να της μιλούσε. Το λουλούδι όμως ήταν ένα μονάχο και δεν της πήγαινε η καρδιά να το κόψει. Ξάπλωσε δίπλα του, παρά το νοτισμένο χορτάρι που τη μούσκευε, κι αναστέναξε ξανά και ξανά. Θυμήθηκε το σπίτι της, το στρογγυλό τους τζάκι που έκαιγε στη μέση της σάλας, θρέφοντάς την με ζεστασιά. Θυμήθηκε τότε που είχε ένα καταφύγιο να κρυφτεί όταν ένιωθε πως κάποιοι συμμαθητές της στο σχολείο την κορόιδευαν πίσω από την πλάτη της γιατί δεν είχε ακόμα βαφτιστεί την ιδιότητά της.

Ένα καταφύγιο, σκέφτηκε, και τότε μόνο συνειδητοποίησε πόσο κουρασμένη ένιωθε. Τα χέρια της ήταν βρώμικα απ’ το χώμα και τα παπούτσια της υγρά και λασπωμένα. Τα μαλλιά της, ένα συνονθύλευμα ανοιχτόχρωμων κόμπων, κρέμονταν πλάι στα μάτια της. Και μύριζε, πόσο άσχημα μύριζε. Με το ζόρι άντεχε την δυσωδία της απλυσιάς. Τα μάτια της βούρκωσαν, σαν φουσκοθαλασσιά από ξαφνικό μπουρίνι. Δεν είχε χύσει ούτε ένα δάκρυ από τότε που την πήρε μακριά απ’ το σπίτι της εκείνο το αλλόκοτο τσίρκο. Πόση εντύπωση της είχε κάνει όταν είχε πρωτοέρθει στην πόλη! Πόσο είχε παρακαλέσει τη μαμά της να την πάει κι εκείνη να δει την παράστασή του με τους ακροβάτες και το λιοντάρι και τους ψύλλους και τις ανήμερες γάτες. Το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να κερδίσει μια ξεγυρισμένη τιμωρία. Η μαμά της της έλεγε πως ζούσαν σ’ επικίνδυνους καιρούς και πως καλά θα έκανε να είναι ευχαριστημένη που εξακολουθούσε να την στέλνει στο σχολείο.

Η Αισία κούνησε αόριστα το κεφάλι της στην ανάμνηση. Πόσο υπέροχα είχε νιώσει όταν κατάφερε να ξεγλιστρήσει από το παράθυρο της κουζίνας και να πάει στο πανηγύρι που είχε στήσει το τσίρκο στην αλάνα που χώριζε το σπίτι της από την Έρημο της Νεζ Ροζ. Είχε λεφτά για το εισιτήριο, τα μάζευε καιρό για κάποια ειδική περίσταση που θα προέκυπτε ξαφνικά. Σε τέτοιο πανηγύρι δεν είχε ξαναπάει ποτέ της. Αν και δεν ήταν ακριβώς όπως το φανταζόταν. Έμοιαζαν όλα τόσο αλλόκοτα! Βατράχια που τα φιλούσαν και μεταμορφώνονταν στη στιγμή σε πρίγκιπες, τεράστιες δεξαμενές με γοργόνες με πράσινες ουρές που φωσφόριζαν, κλόουν που η κόκκινη μύτη τους ήταν αληθινή και κραύγαζαν όλο πόνο και θυμό σε όποιον την τραβούσε για να τη βγάλει, ένα πολύχρωμο λιοντάρι που τραγουδούσε όπερα και στο τέλος καταβρόχθιζε μια ολόκληρη αγελάδα, κι ένας παραμυθάς, ο κύριος Ταφ, με φθαρμένο μακρύ μαύρο παλτό, που μ’ έναν παλιάτσο παρέα για να αναπαριστά τις ιστορίες του, διηγιόταν τα πιο φρικιαστικά πράγματα για τα πιο αθώα πλάσματα. Αυτός ο τελευταίος την τρόμαξε πάρα πολύ κι έτσι αποφάσισε να φύγει.

Άργησε πολύ να ακούσει τα ελαφρά βήματα που πατούσαν ακριβώς πάνω στα δικά της. Κι ακόμα όταν συνειδητοποίησε πως κάποιος την ακολουθούσε, δεν τρόμαξε, δεν το ‘βαλε στα πόδια. Σκεφτόταν πως ίσως ήταν ένα από τα υπόλοιπα παιδιά που περιδιάβαιναν στο πανηγύρι και προσπαθούσε να την τρομάξει. Τα παιδικά της χείλη τραβήχτηκαν σε ένα πονηρό χαμόγελο, και την επόμενη στιγμή, έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, για να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον σκανταλιάρη. Αλλά το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν ένα ζευγάρι μακριά χέρια να την κουκουλώνουν με ένα τσουβάλι. Θυμόταν πως ήταν τόσο σοκαρισμένη που δεν είχε κατορθώσει ούτε καν να φωνάξει. Η ενοχή τσίμπησε το άδειο της στομάχι. Εκείνη έφταιγε για την κατάντια της, το δίχως άλλο.

Αγκάλιασε τα γόνατά της, έτσι όπως ήταν πεσμένη στο πλάι, και αν και προσπάθησε να κρατηθεί, να μην κλάψει, να μην απογοητευτεί, η απόγνωση ξέσπασε σαν κύμα που την σάρωσε. Ρουφούσε με μανία τις μύξες της, πολεμώντας να μην παραδοθεί, σ’ αυτό το συναίσθημα που τόσο αντίθετο ήταν στη φύση της. Παλιά, όταν ζούσε στο σπίτι της, είχε μια υποψία για την ιδιότητά της, αλλά το Όλον δεν αποφάσιζε να τη βαφτίσει. Η μαμά της, της έλεγε πως αυτό συνέβαινε επειδή το Όλον περνούσε δύσκολους καιρούς, κι η Αισία πάντα την καθησύχαζε, της έλεγε πως τα δύσκολα περνάνε, πως όλα είναι προσωρινά εκτός από το συνεχές παρόν που ζούμε, πως το μόνο που μετράει είναι η αισιοδοξία. Και μόλις τα σκέφτηκε όλα αυτά, για άλλη μια φορά, προσπαθώντας να πάρει δύναμη από τον παλιό εαυτό της, ξέσπασε σε κλάματα γοερά, σχεδόν σε ουρλιαχτά, πόσο έξω είχε πέσει τελικά.

Ένα απαλό, πολύ απαλό πάτημα ήχησε κοντά της, ένα βήμα πάνω στην κρύα πέτρα. Η Αισία, άκουσε, μα δεν την ένοιαξε. Ένα κλαδάκι έσπασε, κι άλλο βήμα, έπειτα σιωπή, τα δάκρυά της στέρεψαν. Δάγκωσε τα χείλη της για να μην της ξεφύγει κανένας λυγμός, χαράς μήπως ήταν η καινούρια της φίλη, τρόμος μήπως ήταν η καινούρια της εχθρός. Τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα, τέντωσε τα αυτιά της, το ξαφνικό ουρλιαχτό του αέρα την θέρισε κι άρχισε να τουρτουρίζει. Έσφιξε τα δόντια της να μην ακουστεί. Ζούφωσε εκεί για λίγο, ανίκανη να προφυλαχτεί, απ’ το αγιάζι, από τα βλέμματα που ένιωθε να της τρυπούν το δέρμα. Μια αστραπή.

Νέα ζεστά δάκρυα συναγωνίζονταν στα μάγουλά της. Γύρω της στέκονταν ακίνητες δεκάδες Ματίλντες. Έμοιαζαν με αγάλματα κάποιου παρανοϊκού γλύπτη, έτσι όπως έχασκαν, αλλόκοτες, με τους αγκώνες λυγισμένους σε αφύσικες γωνίες, με παλάμες που κρέμονταν άψυχες, με γόνατα λυγισμένα προς τα μέσα και στόματα ανοιχτά σε μια βουβή κραυγή, σαν απύθμενα πηγάδια στεγνά. Σαν όρνεα, νηστικά.

Το κορίτσι έτρεμε σύγκορμο, η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, έπρεπε κάτι να κάνει αλλιώς ένιωθε πως θα πέθαινε στο λεπτό. Έτσι έκανε αυτό που θεώρησε πιο λογικό. Πρώτα σκέφτηκε, Μπορεί να μη γυρεύουνε κακό, έτσι παράταιρες τις έπλασε το Όλον, ίσως να είναι περίεργες, να θέλουν να βοηθήσουν, ίσως να μου δώσουν φαγητό. Πήρε λίγο θάρρος και μάλωσε τον εαυτό της που είχε αφεθεί να κατακρίνει τις κακόμοιρες Ματίλντες. Στο κάτω-κάτω είναι τυφλές, οι καημένες, ίσως αυτές να χρειάζονται βοήθεια, να θέλουν να της βοηθήσω εγώ.
Μάζεψε όλο το θάρρος της και σηκώθηκε, τα γόνατά της λυμένα. Αστραπή. Οι Ματίλντες δεν είχαν κουνηθεί.

«Είμαι η Αισία. Γνώρισα μια από ‘σας, είναι φίλη μου, η Ματίλντα». Παραξενεύτηκε από την σταθερότητα της φωνής της. Είχε εκπαιδευτεί καλά στην αρετή της ψυχραιμίας τον τελευταίο καιρό. Σάρωσε με το βλέμμα της τα πλάσματα, μα μέσα στο σκοτάδι δυσκολευόταν να αναγνωρίσει την φίλη της. Δεν ήταν σίγουρη αν θα την αναγνώριζε ούτε κάτω από το φως του ήλιου, που τόσο καιρό είχε να ανατείλει στην Ενυδρία, τόσο πολύ μοιάζανε όλες μεταξύ τους.

Ξάφνου αντιλήφθηκε μια θεσπέσια ευωδία. Την αγκάλιαζε από παντού ολόγυρά της, την τύλιγε σ’ ένα μεταξένιο σεντόνι, έκανε τα βλέφαρά της βαριά, έτοιμα να κλείσουν και να βυθιστούν σε μια υπέροχη παρήγορη λήθη.
«Θέλω να σας βοηθήσω», κατόρθωσε να αρθρώσει, καθώς ένιωθε το στόμα της να κολλάει, τα μάτια της να κλείνουν, το σώμα της να λυγίζει κάτω απ’ την ταλαιπωρία, το πνεύμα της να σαλπάρει προς την γλυκιά υπόσχεση του λήθαργου.

Μόλις το σώμα της παραδόθηκε στην κρύα πέτρα, ακούστηκε ένα βήμα, κι έπειτα άλλο ένα, κι άλλο ένα, όλα παράταιρα, λες τα πόδια των πλασμάτων ήταν το ένα πιο κοντό από τ’ άλλο, συνθέτοντας μια αλλόκοτη μουσική, πέτρα πάνω σε πέτρα, χωρίς ρυθμό, δυσοίωνη, μονότονη, οιωνός φριχτός.

Οι Ματίλντες ορμίσανε όλες μαζί, την σηκώσανε στα στραβά τους πέτρινα χέρια και κουβαλητή την πήγανε σ’ ένα διπλανό σπαρμένο χωράφι, που ‘ταν τριγυρισμένο από κοφτερούς βράχους που το κρύβανε. Ένας θησαυρός μέσα στην ασχήμια και στο χάος. Τα λουλούδια στο κεφάλι τους φεγγοβολούσαν ένα αχνό φως, κι η μυρωδιά ξεχυνόταν ολόγυρα σαν αχνός, κολλούσε στο σώμα της σαν θαλασσινό αρμυρό αεράκι.

Κάνανε έναν κύκλο γύρω της, πολύ κοντά, στεκόταν από πάνω της. Άστραψε και φώτισε τον χώρο. Το χώμα δεν ήταν σπαρμένο, είχε λαγούμια δεκάδες, τρύπες ανοιγμένες άτακτα, ήταν σκαμμένο. Μια ιαχή έσκισε την οικεία σιωπή. Μια κραυγή μεταλλική, αντήχησε πέρα ως πέρα στην κοιλάδα, τα πέταλα των λουλουδιών σάλεψαν, οι πέτρες έτριξαν, η καρδιά της Αισίας έχασε ένα χτύπο, κι ας μην ξύπνησε. Σαν ο αντίλαλος σώπασε, ήταν λες και το σύνθημα δόθηκε, κι η Ματίλντα που είχε ουρλιάξει ξεμάκρυνε απ’ τις άλλες.

Στα γόνατα έπεσε κι άρχισε να σκάβει. Μοχθούσε να τελειώσει γρήγορα, βιαζότανε λες και τι είχε να χάσει. Απ’ τον κύκλο, ήχοι ακούγονταν περίεργοι, λες και νυχιές αντάλλαζαν δέκα βουβές γάτες. Δεν πήρε πολύ ώρα, το λαγούμι ήταν έτοιμο. Σηκώθηκε και πήγε προς τις άλλες. Έσπρωξε μερικές που ξερογλείφονταν, σήκωσε το άτσαλό της χέρι, στην καρδιά της Αισίας το έμπηξε κι αμέσως το τράβηξε λες και τραβούσε μαχαίρι. Στη θέα του κόκκινου, όλες οι Ματίλντες στο πι και φι σκορπίσανε. Βουτούσαν στα λαγούμια τους, σπρώχνονταν και έτρεχαν, πέφτανε και γρύλιζαν. Μόλις κι η τελευταία βρήκε μια τρύπα να κρύψει την γύμνια της, η Ματίλντα, στάθηκε πάνω απ’ το λαγούμι που είχε σκάψει. Πέταξε μέσα την καρδιά κι έσκυψε με χώμα να την σκεπάσει.

Πάλι άστραψε, το χωράφι είχε ολόγυρα ανθίσει. Το αίμα, κυλούσε, πότιζε την αλλόκοτη αυτή πλάση. Ήρθε βροντή παρέα με δυο-τρεις σταγόνες. Η Ματίλντα, σήκωσε παραξενεμένη το κεφάλι. Λες και τον ουρανό έψαχνε, λες και θυμότανε πως κάποτε είχε μάτια. Έσκυψε κάτω, στο φρέσκο λαγούμι, κι έμοιαζε λες για να δει τα νέα, μικρά-μικρά βλασταράκια. Διψασμένα σκάγανε από τη γη, ανθίζανε λιλά ευωδιαστά λουλουδάκια.