Η Αυτοκράτειρα της Λίμνης των Απωθημένων
(μια ιστορία της Ενυδρίας)


Το όνομά του δεν το έμαθα ποτέ.

Το δωμάτιο που μου είχαν παραχωρήσει για την προσωρινή μου διαμονή το μοιραζόμουνα μαζί του. Το σπίτι ήταν ένα μικρό αγρόκτημα στις παρυφές του όρους Λάι-Μαλάντ, και σ’ εκείνη την περιοχή της Ενυδρίας οι κάτοικοι ήταν αγρότες, ήρεμοι άνθρωποι και καλόκαρδοι, μα αμόρφωτοι και προληπτικοί. Ήξεραν να βόσκουν τερτίκια, κάτι παχουλά πτηνά με πλουμιστό λευκό φτέρωμα που δεν μπορούσαν να πετάξουν και που έκαναν πεντανόστιμα και ξακουστά αυγά και αυτό μονάχα εμπιστεύονταν. Ο θείος μου ήταν μέλος της φατρίας εδώ και πολλά χρόνια κι αν και δεν συμμετείχε ενεργά στις δραστηριότητές της, είχε επωφεληθεί από τις διασυνδέσεις της πολλές φορές και δεν είχε άλλη επιλογή από το να με βοηθήσει τώρα που είχα την ανάγκη του.



Μπήκα στο δωμάτιο μου διστακτικά. Ήξερα ότι έπρεπε να το μοιράζομαι, αλλά δεν ήξερα ακόμα με ποιον. Ήταν ένα μικρό δωματιάκι με δύο μονά κρεβάτια τοποθετημένα αντικριστά, λευκούς γυμνούς τοίχους κι ένα μελαγχολικό παράθυρο πάνω απ’ το οποίο κρεμόταν μια άνοστη λευκή κεντητή κουρτίνα. Μια δεύτερη πόρτα οδηγούσε στο μπάνιο.
Αθόρυβα και κόβοντας μου την χολή, ένα αγόρι φάνηκε στο κατώφλι του μπάνιου. Μόλις είχα κλείσει την πόρτα πίσω μου κι είχα αφήσει τη μικρή μου βαλίτσα στο πάτωμα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου να δω καλύτερα. Το αγόρι είχε σχεδόν κοριτσίστικα χαρακτηριστικά κι έμοιαζε-δεν έμοιαζε για δεκαεφτά. Ανοιγόκλεισα ξανά τα μάτια μου, κάτι μου έλεγε ότι με γελούσαν. Προς στιγμήν πίστεψα πως μπροστά μου στεκόταν ένα κορίτσι, τα ανοιγόκλεισα ξανά, ένα αγόρι, κι αυτό συνεχίστηκε, το μπέρδεμα, το ανακάτεμα φύλων και χαρακτηριστικών. Πρέπει να επρόκειτο για έναν Αλλόμορφο, αλλά εκείνη την στιγμή, αστραπιαία, άλλο ήταν το συναίσθημα που με είχε συνεπάρει και ταρακουνούσε άγρια τα σωθικά μου. Ο πόθος. Έτσι, χωρίς καμιά προειδοποίηση, πέρα από κάθε λογική, πέρα απ’ όλα τα συναισθήματα μαζί, μ’ έτρωγε και μ’ οδηγούσε αυτός ο τρελός πόθος στη θέα αυτού του αλλόκοτου πλάσματος.
Έκανα δύο βήματα κι ύστερα κι άλλα δύο κι έφτασα εμπρός του. Και φιληθήκαμε. Δεν θυμάμαι για πόση ώρα ήταν έτσι με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο εκείνος ενώ τα χέρια του διέτρεχαν το κορμί μου κάτω από την αεράτη μπλούζα μου. Ένιωθα το φιλί του να στραγγίζει όλη την ενέργεια από μέσα μου, αφήνοντάς με να ζητιανεύω κι άλλο. Αλλά ήταν μια φλόγα που δεν έσβηνε. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε πριν να πέσουμε στο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο, και φορώντας ακόμα όλα μας τα ρούχα, αρχίσαμε να τριβόμαστε σώμα με σώμα, ο ένας πάνω στον άλλο, βυθισμένοι στην απόλυτη άγνοια.
Το δέρμα του ήταν απαλό και λευκό, μα τα δόντια του ήταν κοφτερά και ήμουν σίγουρη ότι θα είχα πολλές μελανιές πάνω μου όταν όλο αυτό καταλάγιαζε. Του έβγαλα την μπλούζα κι εκείνος την δική μου. Άργησα να συνειδητοποιήσω πως άκουγα κινήσεις στο διπλανό δωμάτιο, κάποιος βημάτιζε εκεί μέσα, ίσως να ήταν ο θείος, αλλά μόλις το συνειδητοποίησα, η ορμή μου φούντωσε ακόμα περισσότερο.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ιδέα από πού είχε ξεπηδήσει όλη εκείνη η ορμή από μέσα μου. Ποτέ μου δεν είχα ιδιαίτερα πολλές ορμές, κι αυτό που μου συνέβαινε τώρα, αυτή η παλίρροια που με έπαιρνε και με σήκωνε ήταν κάτι απόλυτα πρωτόγνωρο, που με άφηνε σύξυλη κι ανήμπορη να το πολεμήσω ακόμα κι αν ήθελα.
Ένιωθα την στύση του, σκληρή κάτω από το εσώρουχο κι άπλωσα το χέρι για να τον κανακέψω λίγο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε ξεφορτωθεί παντελόνι και εσώρουχο κι εγώ είχα μείνει μόνο με την αεράτη μπλούζα μου.
Φευγαλέα τον κοίταξα στα μάτια. Αλλά δεν μπορούσα να εστιάσω στο βλέμμα του. Ήταν αλλόκοτο, χαμένο πέρα από μένα και καρφωμένο πάνω μου ταυτόχρονα.
«Ποιος είσαι;» ψιθύρισα, χωρίς πραγματικά να με νοιάζει, χωρίς να το σκεφτώ.
Δεν μου απάντησε, και συνέχισε, όπως και τα βήματα στο διπλανό δωμάτιο.
«Κι αν μας δουν;» συνέχισα την μπλόφα μου πως ήμουν ένα καθώς πρέπει κορίτσι που η αλλόκοτη ομορφιά του είχε αποπλανήσει.
Ξανά δεν πήρα απάντηση κι ευθύς, ένα αυθόρμητο πλατύ χαμόγελο τράβηξε τα χείλη μου πέρα ως πέρα. Και μετά ήρθε ο έρωτας.
Ήταν γρήγορος, χωρίς περιστροφές. Κοφτός και σύντομος, μου ‘παιρνε την ανάσα κάθε φορά που πήγαινα να εισπνεύσω λίγη ηδονή. Ένα γλυκό-γλυκό κερασάκι που καταβρόχθισα με όλο το πάθος που δεν είχα δείξει στους προηγούμενους εραστές μου. Εξεπλάγην και η ίδια και μάλιστα εκείνες τις στιγμές, καθώς έπιασα τον εαυτό μου να επεξεργάζεται πολύ σοβαρά το θέμα, πριν αφεθώ και πάλι σε έναν αναστεναγμό ή σε μια πνιγμένη κραυγή στο μαξιλάρι. Τα βήματα δυνάμωσαν ξαφνικά, κάποιος πλησίαζε.
Αστραπιαία και με λίγη δύναμη παραπάνω απ’ ότι χρειαζόταν, ο Αλλόμορφος με πέταξε στην άλλη άκρη του κρεβατιού και άρχισε να ντύνεται με φούρια. Η στύση του όμως ήταν ακόμα εκεί κι εγώ δεν μπορούσα με τίποτα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου. Εκείνος δεν φαινόταν να μου δίνει σημασία, είχε επικεντρωθεί στο να δείχνει κόσμιος. Τα βήματα πλησίασαν κι άλλο και φάνηκε να σταμάτησαν πίσω από την πόρτα.
Μου πέταξε την φούστα μου, η οποία με βρήκε στα μούτρα και έσκασε την φούσκα που πάνω ταξίδευα. Έκανα ένα μορφασμό διαμαρτυρίας, όταν στην πόρτα ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα.
«Όλα καλά ΝεΛένα;»
Ήταν η μπάσα φωνή του θείου μου ή τουλάχιστον έτσι υπέθεσα καθώς δεν τον γνώριζα καθόλου καλά. Πανικόβλητη φόρεσα την φούστα και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού μήπως τυχόν κι έμπαινε μέσα.
«Καλά θείε», έκλεψα δυο στιγμές για να βρω και πάλι την ανάσα μου και πρόσθεσα, «Λέω να ξαπλώσω λιγάκι, να ξεκουραστώ απ’ το ταξίδι».
Ο Αλλόμορφος είχε μείνει ασάλευτος σαν άγαλμα, ίσα που έβλεπα το γυμνό του στήθος να ανεβοκατεβαίνει απαλά. Είχε προλάβει να βάλει το παντελόνι του και να ρίξει το πουκάμισο του στους ώμους. Το βλέμμα του είχε τέτοια ένταση και τέτοια διάρκεια που προς στιγμήν απόρησα αν όντως επρόκειτο για ζωντανό πλάσμα ή για πλάσμα από τέχνη πλασμένο.
Με ένα «κλακ» που μου έκοψε την ανάσα, η πόρτα άνοιξε διάπλατα χωρίς καμιά προειδοποίηση. Στο κατώφλι έστεκε ο θείος μου, ένας άντρας θεόρατος και καλοξυρισμένος, με τα χαλαρά του μάγουλα να γυαλίζουν σαν βερνικωμένα και τα μαλλιά του να αστραποβολούν από την μπριγιαντίνη. Έμεινα άναυδη, στήλη άλατος.
Το ίδιο κι ο Αλλόμορφος. Μόνο που το βλέμμα του τώρα είχε εστιάσει στον κίνδυνο που τον πλησίαζε απ’ το κατώφλι και ήτανε βλέμμα σαλεμένο, βλέμμα τρελού, βλέμμα θηρίου απελπισμένου.
Ο θείος με αργά αποφασιστικά βήματα τον ζύγωνε. Κι είχε ένα ύφος που για κακή μου τύχη είχα ξαναδεί πολλές φορές σε πρόσωπο ανθρώπου. Ήταν η φλόγα της εξουσίας που σιγόκαιγε στα μάτια του. Εμένα ούτε που με κοίταξε. Όλη του η προσοχή ήταν καρφωμένη στον Αλλόμορφο.
«Θα μας κάνεις κι άλλα μπάσταρδα; Ε; Δεν μας φτάνει ένα φρικιό σαν κι εσένα, να ‘χουμε κι άλλα;»
Η φωνή του ήταν τόσο βροντερή που είμαι σίγουρη πως ακούστηκε σε όλον τον κάμπο. Είχα αρχίσει να τρέμω παρά τη θέλησή μου, δεν ξέρω αν ήταν από το κρύο ή τον φόβο. Ο Αλλόμορφος απλώς στεκόταν, ασάλευτος, σιωπηλός και σε επιφυλακή. Δεν φαινόταν να έχει καμία πρόθεση να απαντήσει.
«Αν μπορούσα…Μα το Όλον, θα σε είχα κάνει κομμάτια με τα ίδια μου τα χέρια!» και καθώς ξεστόμιζε τις απειλές του, ξεκούμπωνε τη ζώνη του, κι αφού τελείωσε την τράβηξε απότομα, και τότε, πολλά πράγματα έγιναν ταυτόχρονα. Εγώ ούρλιαξα κάτι ακατάληπτο και ξεχνώντας την γύμνια μου πετάχτηκα να του πάρω την ζώνη, ο θείος μου με έσπρωξε μανιασμένα, αλλά μόλις γύρισε για να επιχειρήσει ξανά να χτυπήσει τον Αλλόμορφο, μπροστά μας έστεκε ένα πλάσμα ψηλόλιγνο, με σκούρο πράσινο δέρμα που έμοιαζε με φιδιού, με πόδια χέρια και ουρά, και μάτια τόσο ανθρώπινα και διαπεραστικά που τρυπούσαν την ψυχή σου και την άφηναν αδειανή να χάσκει. Τα μαλλιά του, μαύρα σαν τον έβενο και στιλπνά έπεφταν στους ώμους του και παρόλο που το βλέμμα του έμοιαζε να είναι στυλωμένο στον θείο, εγώ το ένιωθα πως κοιτούσε εμένα.
Πάντως εδώ πρέπει να πω, πως προφανώς, ο θείος δεν μοιραζόταν το ίδιο θέαμα με ‘μένα, καθώς ευθύς μόλις αντίκρισε το πλάσμα, έπεσε στα γόνατα, κι άρχισε να μυξοκλαίει μουρμουρίζοντας προσευχές και παρακλήσεις στο Όλον. Κι απ’ ότι κατάλαβα απ’ τα μισόλογά του, αυτό που έβλεπε ολοζώντανο εμπρός του ήταν η γυναίκα του, η θεία μου, που την είχε καταπιεί η Χλέμια η Πίκρα πριν από κάμποσα Φεγγάρια. Βέβαια, από τον τρόμο στην έκφρασή του καταλάβαινα πως δεν την έβλεπε όπως ακριβώς θα ήθελε να την θυμάται.
Ο Αλλόμορφος έκανε ένα βήμα εμπρός κι άπλωσε το φολιδωτό χέρι του να τον χαϊδέψει στο μάγουλο, μα ο θείος μου τραβήχτηκε απότομα, έπεσε προς τα πίσω και σέρνοντας τον πισινό του στο ξύλινο πάτωμα προσπαθούσε να αποφύγει το άγγιγμα της νεκρής. Αλλά ο Αλλόμορφος είχε ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη που φανέρωνε πως δεν θα σταματούσε, δεν θα έκανε πίσω, δεν φοβόταν μα ούτε κι εξουσίαζε ακριβώς.
Ο θείος μου πέρασε εν τέλει το κατώφλι και με μια κλωτσιά έκλεισε την πόρτα πίσω του. Το απλωμένο χέρι του Αλλόμορφου έπεσε χαλαρό στο πλευρό του κι ευθύς αμέσως πήρε ξανά την μπερδεμένη μορφή με την οποία έκανα έρωτα. Κάθισα στο κρεβάτι, σε κάποια απόσταση από το πλάσμα. Το φοβόμουν ήταν η αλήθεια, και ένιωθα πως εκείνο το υπέροχο γαμήσι θα μου στοίχιζε όσο δεν φανταζόμουν.
«ΝεΛένα» είπε το πλάσμα με μια φωνή που ακουγόταν σαν δυο φωνές μαζί, «Πες μου, πες μου για ‘σένα».
Δάγκωσα τα χείλη μου και χωρίς να το θέλω, η ζωή μου ξεπήδησε μπροστά του. Δεν ήταν μια ευτυχισμένη ζωή.
«Είσαι η ΝεΛένα και δεν είσαι κανενός. Δεν έχεις κανένα χάρισμα ιδιαίτερο και για αυτό δεν θεώρησες ποτέ τον εαυτό σου άξιο για κάποια οικογένεια. Ζητάς τόσο απελπισμένα την αποδοχή των άλλων, μα ποτέ δεν θα την έχεις. Είσαι ένα τέρας, μια παρίας, σ’ έναν κόσμο θαυμαστό. Μέχρι που ήσουν δέκα χρονών είχες έναν εραστή χωρίς να το ζητήσεις. Ήταν πατέρας ή αδελφός σου; Κανείς δεν το ‘μαθε ποτέ, κι η μάνα σου, εκείνη σε ζήλευε πολύ που της έπαιρνες τον άντρα. Στα δώδεκα είχες την πρώτη σου περίοδο κι έχασες τον εραστή σου. Κι από τότε περιπλανιέσαι, μια μετριότητα χρυσή, που μισεί, ω, πόσο μισεί, την μετριότητα αυτή καθαυτή. Σε συμπονώ για τη ζωή σου Νελένα. Σε συμπονώ για την εμμονή που έχεις για τα μεγαλεία. Σε συμπονώ για όλα τα συμπλέγματά σου που σε κάνουν ένα ανθρώπινο κουβάρι που περιπλανιέται παριστάνοντας την καθώς πρέπει δεσποινίδα. Αλλά θα είμαι και το μόνο πλάσμα που σε συμπονά και θα σε συμπονέσει. Γιατί εσύ τρέχεις από σένα», πλησίασε με δυο βήματα γρήγορα και κοφτά και πριν προλάβω να αντιδράσω, μου έπιασε το χέρι, «Η ιερή μας ένωση, κατάρα για σένα θα ‘ναι. Κι αν μια ελπίδα είχες να γίνεις αποδεκτή κι αγαπητή και χιλιοτραγουδισμένη, θα πρέπει να την χάσεις», και μόλις ξεστόμισε εκείνα τα λόγια, ηλεκτρικό ρεύμα σα να με χτύπησε και τίναξα το χέρι του απ’ το δικό μου και με δάκρυα οργής στα μάτια, τον έσπρωξα και τον χτύπησα με τις γροθιές μου, κι εκείνος ούτε που κουνήθηκε, απλώς έστεκε, κι εγώ χτυπούσα και δάγκωνα και κλοτσούσα και μισούσα, μισούσα γιατί όλα όσα έλεγε δεν ήταν παρά αλήθεια, και πριν το καταλάβω, η οργή έγινε πάθος κι ο πόνος έγινε παράδοση και κάναμε έρωτα ξανά και ξανά, μέχρι το τέλος. Κι όλη την ώρα ήξερα, ω, πόσο καλά το ήξερα πως ήταν ένα λάθος. Ήταν ένα λάθος που το ρουφούσα και το εγκόλπωνα, μα δεν το αγαπούσα. Τότε όμως, μόλις αυτός τελείωσε, στο νου μου γεννήθηκε μια διεστραμμένη ελπίδα. Αν δεν μπορούσαν οι συμπατριώτες μου στην Ενυδρία να μ’ αγαπούν και να με θαυμάζουν, γιατί να μη με μισούν, γιατί να μην αηδιάζουν; Το όνομά μου, το ξέρω είναι εύηχο, για ακούστε το, ΝεΛένα, θα γίνει γνωστό το υπόσχομαι, γνωστό πέρα ως πέρα.
Το ήξερα πως ο θείος μου είχε ακούσει για μένα. Πως ήμουνα ένα τσουλί κι ευελπιστούσε μόνος του να το εξακριβώσει. Ας μην κοροϊδευόμαστε, στην Κόκκινη πόλη ήμουν εταίρα. Κι έτρεχα από τους Μπάτσους να ξεφύγω που είχε στείλει η Χλέμια να χαλάσουν όλα τα κορίτσια στους Τρεις Οίκους της πόλης του έρωτα. Ας είναι. Αφού έτσι το Όλον αποφάσισε για ‘μένα. Να είμαι μια παρείσακτη στον κόσμο του. Το Όλον το επέλεξε, να είμαι έτσι, αλλά δεν θα του το χαρίσω. Μεγαλείο να είναι, μου αρκεί, κι ας είναι ποτέ τους να μην με αγαπήσουν.

Η ΝεΛένα γέννησε ένα παιδί. Τίνος ήταν, κανείς δεν ξέρει. Ποτέ της δεν της άρεσαν τα ψάρια. Και μια που η ειρωνεία περίσσευε αντί για μητρικό γάλα, Ψάρι το παιδί της ονόμασε και το χόρτασε με φαρμάκια.