Το Σάββατο 02 Απριλίου, η εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, και πιο συγκεκριμένα το ένθετο περιοδικό Φαινόμενα, δημοσίευσε την πρώτη μου συνέντευξη για το υπερφυσικό στοιχείο στην λογοτεχνία, την πορεία του Ελληνικού fantasy, και φυσικά, τον παράξενο κόσμο της Ενυδρίας...
Στην συνέχεια ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης, συμπεριλαμβάνοντας τα σημεία που αφαιρέθηκαν λόγο έλλειψης χώρου!
Με την ευκαιρία, να ευχαριστήσω για ακόμη μια φορά τον αρχισυντάκτη του περιοδικού, κ. Μηνά Παπαγεωργίου, για την ευκαιρία που μου έδωσε.

Βάγια, αφού πρώτα σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου, θα ήθελα ευθέως να σε ρωτήσω για ένα θέμα που πιστεύω πως ενδιαφέρει όλους τους αληθινούς φίλους των βιβλίων... Σε μια εποχή Κρίσης, όπως είναι αυτή που βαδίζουμε σήμερα, υπάρχουν δυο ειδών άνθρωποι - αυτοί που αναζητούν λύσεις και αυτοί που επιδιώκουν να ξεφύγουν από την όλη κατάσταση. Η σύγχρονη λογοτεχνία του Φανταστικού λοιπόν, τι από τα δυο πιστεύεις ότι εξυπηρετεί; Είναι μια ευκαιριακή διέξοδος από τα προβλήματα της καθημερινότητας ή ένας ικανός δάσκαλος που μέσα από την σκοπιά του εναλλακτικού, μας βοηθάει να βρούμε λύσεις στα ίδια μας τα προβλήματα;
Η λογοτεχνία γενικά εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς. Προσωπικά ως αναγνώστρια, μέσα από τη λογοτεχνία εκφράζομαι, ταυτίζομαι, φαντάζομαι, ξεφεύγω, οδηγώ την σκέψη μου σε μονοπάτια που πιθανότατα δεν θα έφτανε χωρίς την καθοδήγηση μιας ιστορίας που έχει γράψει κάποιος «άλλος».
Η λογοτεχνία του Φανταστικού συγκεκριμένα, με βοηθάει πολύ να είμαι αισιόδοξη, ακόμα κι όταν ο κόσμος στον οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή είναι δυστοπία. Έχω ακούσει πολλούς να μιλούν για τη λογοτεχνία του Φανταστικού με υποτιμητικό τρόπο επειδή ακριβώς βασίζεται σε κόσμους που πλάθει η φαντασία του συγγραφέα, επειδή θεωρούν πως είναι δύσκολο να υπάρξει ταύτιση του αναγνώστη και εν τέλει ουσιαστική κάθαρση. Έχω ακούσει να χρωματίζεται ως παιδιάστικη. Για μένα όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Η λογοτεχνία του Φανταστικού -η οποία παρεμπιπτόντως αποτελεί μια μεγάλη ομπρέλα- μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη την ευκαιρία να βγει εντελώς από τον συνήθη τρόπο σκέψης της κοινωνίας στην οποία ζει, να αφήσει πίσω τους περιορισμούς της, να παρακάμψει νοητικές και ψυχολογικές άμυνες που θα τον απέτρεπαν από το να σκεφτεί πώς θα μπορούσαν να είναι όλα, αν τα πράγματα ήταν αλλιώς.
Πολλές φορές η λογοτεχνία του Φανταστικού και η επιστημονική φαντασία ασχολείται πιο άμεσα με το «τι θα γινόταν αν». Κι αυτό είναι εξαιρετικά συναρπαστικό! Γιατί δίνεται στον καθένα η ευκαιρία να αφεθεί πέρα από τις νόρμες και άρα να φτάσει σε τέτοιο σημείο ταύτισης που να αγγίξει τον αγνό χρυσό φοίνικα που σιγοκαίει στο βάθος της ψυχής του.
Όσο για το κατά πόσο ένας αναγνώστης μπορεί δυσκολότερα να ταυτιστεί με έναν χαρακτήρα ή με έναν φανταστικό κόσμο, αυτό έγκειται στην επιδέξια πένα του συγγραφέα και στο κατά πόσο ο ίδιος ο έχει διεισδύσει στον κόσμο που έπλασε. Γιατί, ο φανταστικός αυτός κόσμος αλλά κι ο χαρακτήρας που πολλές φορές μπορεί να μην είναι καν άνθρωπος, δεν παύει να αποτελεί το αποτύπωμα κάποιας αρχετυπικής εικόνας που μίλησε στον εντελώς ανθρώπινο συγγραφέα και τον συγκίνησε τόσο ώστε να το βγάλει από μέσα του.
Οι φανταστικοί κόσμοι δεν είναι διόλου φανταστικοί. Υπάρχουν και ξεπηδούν από εδώ, από την εποχή της Κρίσης, από την ανεργία, από προβληματισμούς που προκύπτουν από την κοινωνία μας, από μένα κι από σένα.
Για να φτάσουν όμως μέχρι το χαρτί -και συνήθως θέλει αρκετό χρόνο για να συμβεί κάτι τέτοιο- σημαίνει πως εκφράζουν κάτι με το οποίο υπάρχει χώρος να ταυτιστεί κανείς!
Με λίγα λόγια, η λογοτεχνία του Φανταστικού έχει να προσφέρει όλα όσα προσφέρει η λογοτεχνία ανεξάρτητα από την ταμπέλα της.
Τώρα, αν μας βοηθάει να λύσουμε προβλήματα… Η λογοτεχνία δεν μπορεί να λύσει προβλήματα, μπορεί όμως να αποτελέσει λαβή για αναθεώρηση, για ανανέωση, για αλλαγή σκοπιάς.

Κατά πόσο αυτό συμβαίνει όμως, και στην Ελληνική πραγματικότητα; Θέλω να πω, η εγχώρια λογοτεχνία του Φανταστικού κατά πόσο συνδράμει στην νοητική εκπαίδευση των αναγνωστών της;
Δεν βλέπω γιατί να μην συμβαίνει το ίδιο για την Ελλάδα. Αυτό είναι κάτι που λειτουργεί πέρα από τις συνθήκες. Οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν προβλήματα και διλήμματα κάθε μέρα, παντού.
Το θέμα είναι πως η λογοτεχνία του Φανταστικού στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται ακόμα με εσωστρέφεια και δισταγμό, με αποτέλεσμα να μην εκδίδονται πολλοί τίτλοι.
Θεωρώ πως οι έλληνες συγγραφείς του Φανταστικού, του τρόμου, και της επιστημονικής φαντασίας έχουν πολλά να δώσουν, αν τους δοθεί η ευκαιρία. Οι επιλογές των εκδοτικών παίζουν και θα παίξουν αρκετά μεγάλο ρόλο στο κατά πόσο θα αποκτήσει κι αυτός ο κλάδος της λογοτεχνίας το μερίδιό του.
Όμως για να γίνει αυτό, θα πρέπει ως κοινωνία να αρχίσουμε να απενοχοποιούμε και να εκτιμούμε την φαντασία, όχι ως κομμάτι της λογοτεχνίας, αλλά ως κομμάτι του εαυτού μας.
Στην Ελλάδα, ο συγγραφέας θεωρείται αυτόματα πως είναι ονειροπόλος, ιδεαλιστής, ένα μεγάλο παιδί. Χρειάζεται να υπερβούμε επιτέλους τις υποτιμητικές συνδέσεις με τις οποίες χρωματίζουμε την φαντασία γιατί μας στερούν από το να γευτούμε όλα όσα μπορεί να μας προσφέρει!

Και μιλώντας για τους Έλληνες συγγραφείς του Φανταστικού, πιστεύεις πως ακολουθούν απλά τα ξένα πρότυπα συγγραφής, παράγοντας δηλαδή ιστορίες επιδερμικής φαντασίας που θυμίζουν χολιγουντιανά σενάρια ή υπάρχου και κινήσεις που να ξεχωρίζουν;
Καταρχήν, δεν υπάρχει παρθενογένεση. Όλοι μας καλώς ή κακώς, είτε συγγραφείς είτε όχι, ακολουθούμε κάποιο πρότυπο που είδαμε αλλού. Θα υπάρχουν κι εκείνοι που θα παράγουν ιστορίες που θυμίζουν Χόλυγουντ, και προσωπικά δεν το βρίσκω καθόλου κακό αυτό. Όλα εξυπηρετούν κάποιο σκοπό και εκφράζουν κάποια ανάγκη.
Ωστόσο, επειδή μιλάμε για μια πολύ μικρή αγορά, είναι άσχημο όταν βλέπω πως εκδίδονται μονάχα ενός τύπου βιβλία, που βαδίζουν στα πεπατημένα και σε όσα είναι ήδη γνωστά από τον κινηματογράφο, χωρίς να δίνεται η ευκαιρία και σε όλα τα υπόλοιπα.
Έχω την εντύπωση πως η αλυσίδα πάει ως εξής: ο εκδότης δεν τολμά να πρωτοτυπήσει, βγάζει μια ελληνική κόπια του Τόλκιν, του Dan Brown ή του Τwilight, το κοινό αγοράζει, απογοητεύεται γιατί είναι ξεπατίκωμα, δεν ξαναγοράζει, κι ο εκδότης συνεχίζει να μην εμπιστεύεται.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι υπόλοιπες εκδοτικές προσπάθειες να πνίγονται στο παιχνίδι των εντυπώσεων. Κι είναι κρίμα γιατί στον χώρο, μεταξύ άλλων, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πολλά να προσφέρουν στην ελληνική λογοτεχνία.
Ένα πολύ πρόσφατο παράδειγμα είναι ο Μιχάλης Μανωλιός, που έχει ήδη εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων, και πήρε το πρώτο βραβείο με το διήγημά του Αίθρα στον φετινό 5ο Διεθνή Διαγωνισμό Aeon Award, μία διάκριση άνευ προηγουμένου για τα ελληνικά δεδομένα.
Δεν θα έπρεπε να περιμένουμε τις διακρίσεις για να ασχοληθούμε με τον χώρο του Φανταστικού, του τρόμου και της επιστημονικής φαντασίας, αλλά ίσως εν τέλει να χρειάζεται κάτι τέτοιο -κάτι απ’ έξω δυστυχώς- για να ανατρέψουμε την υπάρχουσα αντιμετώπιση.
Επίσης, πολύ αξιόλογες προσπάθειες γίνονται και μέσα από το διαδίκτυο. Το sff.gr και η Fantasy Gate του metafysiko.gr είναι δύο ιστότοποι που προωθούν με πολύ γόνιμο τρόπο τον χώρο, οργώνοντας και εμπλουτίζοντας το έδαφος ώστε και αυτή η λογοτεχνία να αρχίσει σιγά σιγά να ανθίζει στα μέρη μας.

Και κάπου εδώ ερχόμαστε στο δικό σου μυθιστόρημα. Δεν είναι πολύς καιρός που η Ενυδρία έχει κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία όλης της χώρας έχοντας λάβει πολλές θετικές κριτικές! Θα ήθελες να μας πείς δυο λόγια για το βιβλίο σου;
Η Ενυδρία θα μπορούσα να πω πως συντροφεύει την ζωή μου πολλά χρόνια τώρα. Αν και δεν είναι έργο βιογραφικό, σίγουρα είναι ιδιαίτερα προσωπικό καθώς γράφοντας το, γνώρισα, έζησα και άλλαξα πολλά. Όσον αφορά τώρα την υπόθεση...
Το βιβλίο ουσιαστικά χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο εκτυλίσσεται σε μια σύγχρονη μεγαλούπολη της Ελλάδας όπου παρακολουθούμε την ζωή ενός ατόμου που φλερτάρει με αυτό που η κοινωνία χαρακτηρίζει «περιθώριο», προσπαθώντας να βρει ανακούφιση.
Ωστόσο, η μόνη ευκαιρία για να πετύχει, είναι να βουτήξει στην άλλη πλευρά. Αυτό αποτελεί το δεύτερο μέρος, τον σκοτεινό κόσμο της Ενυδρίας, όπου το άτομο περιπλανιέται ανάμεσα σε όλα όσα έκρυβε στην ψυχή του, στα απωθημένα και στα συναισθήματα που πλέον παίρνουν σάρκα και οστά ως παράδοξα πλάσματα-κάτοικοι σε έναν κόσμο όπου έχει χαθεί η ισορροπία.

Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει την Ενυδρία ως αντιπροσωπευτικό δείγμα του new weird, όρος που αν δεν απατώμαι προέρχεται από το έργο του βρετανού συγγραφέα China Mieville! Μπορείς να μας εξηγήσεις λίγο καλύτερα τι αφορά;
Η λέξη «αντιπροσωπευτικό» δεν αρμόζει στην Ενυδρία. Το new weird είναι ένα είδος πολύ πρόσφατο καθώς ξεπήδησε από την δεκαετία του 90 και δεν είναι ακόμα ακριβώς ξεκάθαρο το τι ορίζεται ως τέτοιο. Σε γενικές γραμμές αφορά κοσμοπλασίες που βασίζονται σε σύγχρονα ρεαλιστικά αστικά μοντέλα ως εφαλτήριο για την δημιουργία μυθοπλασίας που συνδυάζει στοιχεία τρόμου, επιστημονικής φαντασίας και φαντασίας, πολλές φορές ταυτόχρονα.
Είναι αλήθεια πως η Ενυδρία έχει τέτοιες επιρροές, ίσως να αφήνει μια γεύση που σε κάποιους να θυμίζει το new weird, αλλά κατά τη γνώμη μου απέχει από το να χαρακτηριστεί έτσι.
Συνήθως, στα έργα που συνθέτουν αυτό το νέο είδος, το θέμα είναι η πόλη, ενώ στην Ενυδρία το θέμα είναι ο άνθρωπος και το «μέσα» του.
Προσωπικά πάντως, δεν σου κρύβω πως λατρεύω αυτό το είδος, και κυρίως τα έργα του Mieville, τα οποία ελπίζω κάποια στιγμή να έχω την ευκαιρία να μεταφράσω...

Διαβάζοντας το βιβλίο σου, πρέπει να ομολογήσω πως με εντυπωσίασαν (όπως και με προβλημάτισαν) τρία στοιχεία κλειδιά: η αίσθηση της παρακμής, το γεγονός πως ο/η πρωταγωνιστής της ιστορίας δεν έχει φύλλο (και μάλιστα συμπεριφέρεται ερωτικά σαν άνδρας αλλά και σαν γυναίκα), και η αναζήτηση του εαυτού μέσα από ένα σκληρό σουρεαλιστικό κόσμο, την Ενυδρία. Γιατί επέλεξες αυτά τα στοιχεία;
Δεν τα επέλεξα ακριβώς, αλλά εν τέλει, αφού τελείωσε η συγγραφή, συνειδητοποίησα πως αυτό που ήθελα να πω ήταν πως όλοι έχουν την δυνατότητα να περάσουν και να βιώσουν το «άλλο», να έρθουν σε επαφή με όσα γεννάνε, θρέφουν, θάβουν και ονειρεύονται μέσα τους.
Η επιλογή του χαρακτήρα, ένα χαμένο κορμί, με πάθη, βουτηγμένο στην ενοχή, την ανωριμότητα, τον εγωισμό και την απάθεια, αν θέλει μπορεί, ακόμα κι έτσι όπως είναι, χαραμισμένο, να βιώσει το εξαιρετικό, την αποκάλυψη και την λύτρωση.
Έχω συναντήσει αρκετές φορές σε βιβλία την ιδέα του περάσματος ως δίοδος προς την λύτρωση, αλλά συνήθως οι εκλεκτοί είναι αθώες ψυχές, παιδιά, αδικημένοι ήρωες. Άτομα που το άξιζαν. Γιατί όμως να μην μπορεί ο καθένας να είναι ο εκλεκτός, γιατί ο οποιοδήποτε να μην αξίζει κάτι τέτοιο;
Δεν υπάρχουν στα αλήθεια κριτήρια! Ο καθένας μπορεί να είναι αυτός που θέλει. Τώρα βέβαια, συνήθως το να θέλεις απέχει από το να είσαι, κι αυτό γιατί ελλοχεύουν ένα σωρό δικές μας αυτοσχέδιες γραμμές αναχαίτισης.
Όσον αφορά τώρα το «μυστήριο» με το φύλλο του χαρακτήρα που δεν αποκαλύπτεται... πρόκειται για ένα παιχνίδι με τις ταμπέλες. Για μένα δεν έχει σημασία τι φύλλο είναι το Ψάρι στην Ενυδρία, άλλωστε ούτε κι εγώ ξέρω.

Φαίνεται λοιπόν πως πίσω από όλο το μυθιστόρημα, υπάρχει ένα πολύ ζωντανό ψυχολογικό και φιλοσοφικό μήνυμα. Για ποιο λόγο όμως, όλο αυτό θα έπρεπε να το καταθέσεις μέσω ενός μυθιστορήματος φαντασίας που χρησιμοποιεί το υπερφυσικό στοιχείο; Παρατηρώ βλέπεις τελευταία μια παγκόσμια εμμονή με το υπερφυσικό, στον κινηματογράφο, στην λογοτεχνία, ακόμη και στο θέατρο! Γιατί οι συγγραφείς επιλέγουν τα παράξενα φαινόμενα για να εκφραστούνε;
Η πρώτη μου σκέψη είναι πως μέσα από το υπερφυσικό, μπορούν να εκφραστούν πιο έμμεσα και πιο διπλωματικά αν θέλεις, ανάγκες οι οποίες ενώ ναι μεν υπάρχουν δεν μπορούν να γίνουν ακριβώς αποδεκτές από το περιβάλλον στα πλαίσια του οποίου ζούμε καθημερινά.
Επίσης, το υπερφυσικό, πάντα συμβολίζει το άλλο, αυτό που υπάρχει πέρα από την πεζή καθημερινότητα, συμβολίζει την ελπίδα πως εκεί έξω -ή εκεί μέσα- υπάρχει κάτι που μας υπερβαίνει, που μας ενώνει, και συνάμα, που μας προσφέρει νόημα!
Ο άνθρωπος πάντα αποζητά στο υπερφυσικό την επιβεβαίωση ενός ανώτερου σχεδίου, λαχταρά να ελπίζει πως δεν τελειώνουν όλα στις δεξιότητες του φυσικού του σώματος.

Και όσον αφορά την χώρα μας; Ποια πιστεύεις πως μπορεί να είναι η πορεία του ελληνικού fantasy;
Είμαι αρκετά αισιόδοξη να πω την αλήθεια. Ολοένα και περισσότερες αξιόλογες προσπάθειες βγαίνουν στα ράφια. Ολοένα και περισσότερες πένες δοκιμάζουν το είδος τεντώνοντάς το στα άκρα μέσα από φρέσκες οπτικές μιας κουλτούρας που σε γενικές γραμμές δεν είχε την εμπειρία του fantasy.
Έχουν ήδη προκύψει προσπάθειες που ξεχωρίζουν για την αυθεντικότητά τους, και έπονται κι άλλες, κι ελπίζω πως σε λίγα χρόνια δεν θα χρειάζεται να τις ψάχνουμε με το τουφέκι στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Δεν λέω πως το ελληνικό φανταστικό και η επιστημονική φαντασία ξαφνικά θα σαρώνουν σε μια δεκαετία, αλλά τουλάχιστον ελπίζω να βρουν την θέση τους στο ελληνικό κοινό.