Το Ζάλισμα
(επικρατεί από την άνοδο της Χλέμιας της Πίκρας
στον θρόνο της Ενυδρίας)


γράφει η Βάγια Ψευτάκη


Το ζάλισμα, γραμμές κάθετες, κοτλέ, κάγκελα
Πάνω σε τρένα, μέσα στους ατμούς εξαφανίζονται
Με γελαστά φώτα στα άδεια βαγόνια, φαντάσματα.

Το ζάλισμα, νόστιμες κρέπες σοκολάτα, ξερατά
σε τουαλέτες, υγρά τοξικά του στομάχου κι
απειλητικά μάτια απέναντι, καταβροχθίζουν το πάτωμα.


Ζάλισμα φανάρια πράσινα, φώτα.
Φωτάκια σε πόρτες περασμένα, κίτρινα. Μασουλάνε το σκοτάδι,
φτύνουν φόντα χρυσοπράσινα, από όνειρα.

Το ζάλισμα, πάει κι έρχεται, η παλίρροια και
τα φαγητά, μέσα έξω. Όλα είναι. Ανάκατα. Οι κουβέρτες
και τα τραπεζομάντιλα. Φρέσκα λάχανα σε σακούλες
με αλουμινόχαρτα και προφυλακτικά γεύση μπανάνα.

Τι έγινε; Τι έγινε;

Κι άλλες ερωτήσεις μέσα σε
άπλυτα, κόκκινα βαμμένα χάπια, αδιάλυτα.
Αυτό το ζάλισμα! Γέλιο νευρικό ακατάπαυστα. Ανικανότητα.
Άφεση. Γέλιο νευρικό. Δάκρυα. Αυτό το ζάλισμα.
Χωρίς γεύση. Χωρίς όσφρηση κι αφή. Δεν αφήνει τίποτα αυτό το ζάλισμα.
Αυταπάτες και παραισθήσεις τα μεσάνυχτα. Συζητήσεις
με φίλους και κουβέντες ενοχές χωρίς αντάλλαγμα.
Δεν παλεύεται το μέτρημα. Πλακάκια. Πολλά,
αριθμημένα σε δρόμους, σε κεφάλια αλάθητα.
Γέλιο νευρικό, αυτό το ζάλισμα. Δυο χέρια που τρέμουν.
Δυο χέρια. Τα χέρια μου. Γέλιο νευρικό, ως τα χαράματα.
Σύρε τα μπαγκάζια σου, κουράστηκα. Λεωφορεία χωρίς πίσω,
ταξίδια μπροστά. Ανικανότητα. Ειρμός. Απίθανο.
Ανικανότητα. Αυτό το ζάλισμα. Γέλιο νευρικό.
Κρεβάτια τεράστια. Ανοιχτά. Ανέγγιχτα. Ανυπόφορα. Τέλος.
Τέλος. Ανυπόφορα. Κρεβάτια χωρίς παράθυρα.
Ανικανότητα στην άφεση. Τέλος. Μόνο αυτό το ζάλισμα.