Η Αδηφάγα Τρύπα της Έμπνευσης
(μια ιστορία της Ενυδρίας)

γράφει η Βάγια Ψευτάκη

Το πρωινό είχε παγώσει σ’ αυτούς τους λόφους, στα έγκατα του χειμώνα. Οι νιφάδες παρασέρνονταν από το απαλό αεράκι, στροβιλίζονταν γύρω από τα γυμνά δέντρα, στροβιλίζονταν στο μονότονο σκοτάδι. Το μοναχικό διώροφο σπίτι στην κορυφή του λόφου είχε παγώσει κι εκείνο. Τα σανίδια του έτριζαν και τα τζάμια του έμπαζαν και οι σωλήνες του ράγιζαν. Είχε όμως καταπληκτική θέα. Θα είχε δηλαδή, αν δεν υπήρχε όλο εκείνο το πηχτό μαύρο σύννεφο που αγκάλιαζε ολόκληρη την περιοχή εδώ και πολύ καιρό τώρα. Οι ένοικοί του προσπαθούσαν όσο μπορούσαν να το εμψυχώνουν και να το φροντίζουν. Να σφουγγαρίζουν τα πατώματά του, να στοκάρουν τους τοίχους του, να καθαρίζουν την μούχλα από τις γωνίες της κουζίνας του. Μα, το Σπίτι στον Λόφο ήξερε πως οι ένοικοί του δεν μπορούσαν καλά-καλά να κρατήσουν τους εαυτούς τους ζωντανούς. Μύριζαν όλοι τους σάπιο μήλο και αιθέρα. Το Σπίτι δεν έτρεφε αυταπάτες. Έτσι, ένα κρύο πρωινό που το ρολόι σήμανε εφτά, τους έδιωξε. Και εκείνοι φύγανε για πιο ζεστές περιοχές, γιατί η παγωνιά δεν έλεγε να φύγει και γιατί ο ήλιος του μεσημεριού δεν φαίνονταν να ανατέλλει.


Έμειναν μόνο ο Τζο και η Μίνι. Ο Τζο και η Μίνι ήταν συγγραφείς. Η Μίνι έγραφε περιπετειώδη μυθιστορήματα τρόμου κι ενίοτε ποιήματα μαύρου χιούμορ σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και η επιτυχία της ήταν τεράστια. Τελευταία στην Ενυδρία, ο τρόμος είχε μεγάλη πέραση. Η δουλειά της ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το παρουσιαστικό της Μίνι. Ήταν μικροκαμωμένη κι αδύνατη, φορούσε πάντα ανοιχτόχρωμα αεράτα φορέματα και φιόγκους. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την αιμοβόρα έμπνευσή της που την είχε κάνει πλούσια και διάσημη σε ολόκληρη την επικράτεια.

Ο Τζο ήταν εκκεντρικός. Φορούσε πάντα μακριούς μαύρους μανδύες που κάλυπταν τους αστραγάλους του και είχε ένα σωρό τατουάζ στα χέρια του και τα μάτια του είχαν το χρώμα του κεχριμπαριού, έντονα γατίσια μάτια με μεγάλες γυριστές βλεφαρίδες, σαν κοριτσιού. Φορούσε και φυλαχτά με αρχέγονα σύμβολα και δαχτυλίδια σε σχήμα αιγυπτιακού σκαραβαίου, τα οποία η Μίνι πάντα αποκαλούσε μαύρους μπάμπουρες που τρώνε σκατά. Κι εκείνη γελούσε καθαρά, καμπανιστά, εκνευριστικά, και τότε ο καθένας καταλάβαινε ποιος είχε τον αληθινό τρόμο για έμπνευση. Ο Τζο έγραφε παιδικά παραμύθια. Αλλά ποτέ του δεν το ομολογούσε. Τα έγραφε με ψευδώνυμο γιατί ντρεπόταν που ένας τόσο φοβερός τύπος σαν κι εκείνον είχε κλίση στα παιδικά παραμύθια. Τα περισσότερα μικρά της Ενυδρίας είχαν μεγαλώσει με τα παραμύθια του στο προσκεφάλι τους και τα λάτρευαν και δημιουργούσαν κόσμους ολόκληρους μ’ αυτά, όπως συνηθίζουν να κάνουν τα παιδιά, μέχρι που μεγάλωναν και γνώριζαν την ζωή που τους είχε χαρίσει το Όλον τους και τότε αλλαξοπιστούσαν κι έπεφταν με τα μούτρα στις γκοθ ιστορίες της Μίνι, βουτηγμένες στο αίμα και στο σκοτάδι της Ενυδρίας.

Μαζί, αποτελούσαν ένα αλλόκοτο ζευγάρι, μα πολύ αγαπημένο. Ο ένας φρόντιζε τον άλλο, ο Τζο χτένιζε τα ξανθά μαλλιά της Μίνι και έφτιαχνε τους περίτεχνους φιόγκους της, εκείνη του έραβε τους μανδύες και του ζωγράφιζε τα τατουάζ και οι δυο τους φρόντιζαν το Σπίτι στον Λόφο για να μην καταρρεύσει κάτω από το ασήκωτο πηχτό σκοτάδι της Χλέμια της Πίκρας που βασίλευε στον Θρόνο.

Στο κέντρο του Σπιτιού, στο υπόγειο, υπήρχε ένα κλειδαμπαρωμένο δωμάτιο, όπου η πρόσβαση δεν επιτρεπόταν παρά μόνο στους ενοίκους του σπιτιού. Κι εκεί, στο κέντρο του μικροσκοπικού δωματίου, που βρισκόταν στο κέντρο του υπογείου, εκεί υπήρχε ένα ολοστρόγγυλο άνοιγμα στην γη, ένα πηγάδι, μια τρύπα. Κι αυτή ήταν η πιο μαγική τρύπα σε ολόκληρη την Ενυδρία. Ήταν η καρδιά του Σπιτιού, γύρω από την οποία είχε χτιστεί μεθοδικά μέσα στο πέρασμα του χρόνου, το ίδιο το Σπίτι. Ήταν μια τρύπα στο έδαφος που προκαλούσε δέος κι έκανε τα γόνατα όσων κοιτούσαν μέσα να τρέμουν και να λύνονται. Όχι όμως της Μίνι και του Τζο. Οι ένοικοι του Σπιτιού, αυτοί που είχαν μείνει κι αυτοί που είχαν φύγει, όλοι τους ήταν γεννήματα της μαύρης τρύπας. Μάνα τους ήταν η Τρύπα της Έμπνευσης. Κανείς δεν το ‘λεγε πηγάδι, γιατί απλώς, διέφερε κατά πολύ από ένα πηγάδι. Για τ’ όνομα των Θεών, δεν ήταν πηγάδι, ήταν απλά μια τρύπα στο έδαφος που ανάβλυζε έμπνευση. Κι η έμπνευση των ενοίκων αποτελούσε κληρονομικό χάρισμα που δεν μπορούσαν να αλλάξουν, παρά μόνο να αποδεχτούν ή να απορρίψουν. Η Μίνι το είχε αποδεχτεί. Είχε καταλάβει πως οι γυναίκες είναι τρομερά πλάσματα, παρά τα αρώματα και τους φιόγκους και τα χρωματιστά αεράτα φορέματα. Ο Τζο το απέρριπτε. Ένιωθε τα μάγουλα του να φλέγονται από οργή και ντροπή για το χάρισμα που του ‘χε δώσει η μάνα του. Πού ακούστηκε ένας άντρας σαν και του λόγου του να γράφει παιδικά παραμύθια. Ο Τζο θεωρούσε τα παραμύθια κατώτερα και ανούσια, ιστορίες για παιδιά, για να κοιμούνται το βράδυ και να κάθονται ήσυχα και να τρώνε το φαγητό τους δίχως δεύτερη κουβέντα. Ο Τζο απεχθανόταν την έμπνευσή του. Και φουρκίζονταν ακόμα περισσότερο όταν σκεφτόταν την αίγλη της έμπνευσης της Μίνι. Καθώς περνούσαν τα χρόνια άρχισε να γράφει τα παραμύθια του προσπαθώντας να τα κάνει κάποιο ενδιάμεσο είδος λογοτεχνίας, για ενήλικες κι όχι για παιδιά, ίσως έτσι να ήταν λιγότερο ντροπιαστικό. Έτσι, γεννήθηκαν τα παραμύθια για μεγάλους, που είναι σκοτεινά και χαιρέκακα και παίζουν σκανταλιάρικα με ξεχασμένα απωθημένα και ξεχασμένες πληγές, και ταράζουν και ανατρέπουν και θυμίζουν και για αυτό δεν είναι καθόλου, μα καθόλου διάσημα. Ο κύριος Ταφ, έτσι είναι το ψευδώνυμο του Τζο, είναι φτωχός και κουρελής και πεινασμένος και οργισμένος, γιατί ο Τζο δεν τον χάιδεψε ποτέ.

Τα λεφτά που βγάζει η Μίνι όμως φτάνουν και για τους δυο. Παρόλη την ντροπή του, ο Τζο τρώει απ’ αυτά, και τι άλλο να κάνει άλλωστε, να πεθάνει της πείνας;

Είχε τρεις ή τέσσερις μέρες από τότε που έφυγε και το τελευταίο από τα αδέλφια της Μίνι και του Τζο. Δεν είχε φύγει στ’ αλήθεια, αλλά έτσι είχαν συμφωνήσει να λένε για να καθησυχάζονται κάπως.



Τέσσερις Μέρες Πριν



Αν κάποιος έφτανε έξω από το Σπίτι εκείνη την μέρα (ή νύχτα αν θέλετε, δεν έχει και καμιά σπουδαία διαφορά γιατί τα τελευταία χρόνια τον ήλιο της Ενυδρίας τον είχε καταπιεί παντελώς το σκότος), δεν θα αντίκριζε τίποτα που θα προμηνούσε αυτό που ακολούθησε. Μέσα στο Σπίτι στον Λόφο επικρατούσε φασαρία. Ξεκούρδιστες κιθάρες κουρδίζονταν ανεπιτυχώς, μεταλλικές χορδές βούιζαν τον μεταλλικό τους βόμβο, τα πνευστά μούγκριζαν στομωμένα και τα τύμπανα βαρούσαν ασυντόνιστα. Ο Ίων βρίσκονταν στην μέση όλης αυτής της χάβρας και κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του, διπλωμένος στα δύο. Πήγαινε αρκετός καιρός που το μόνο που μπορούσε να συνθέσει ήταν αυτό το ακουστικό έκτρωμα.

«Σταματήστε!» ούρλιαξε απελπισμένος. «Σωπάστε πια!»

Μεμιάς, τα όργανα έπεσαν κάτω άψυχα και σιωπηλά. Ο Ίων πήρε μια κοφτή ανάσα και κράτησε την εκπνοή στα μάγουλά του φουσκώνοντάς τα. Έξυσε λίγο το κεφάλι του, απογοητευμένος. Έσκυψε και μάζεψε μερικές παρτιτούρες από το πάτωμα. Το σπίτι αναρίγησε στο άγγιγμα των δαχτύλων του.

«Ξέρω…» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του, «Δε με θες άλλο εδώ».

Ο Ίων ήταν ο τρίτος στην σειρά από τα αδέλφια, μετά την Μίνι και τον Τζο. Ήταν μικρόσωμος και του έλειπε ένα δάχτυλο εκ γενετής, μα αυτό ποτέ δεν τον εμπόδισε να εξασκεί την τέχνη του. Άλλωστε είχε γλυκό πρόσωπο και πλούσια σκούρα μαλλιά και γενικώς, το παρουσιαστικό του είχε μείνει σχεδόν ανεπηρέαστο από την άνοδο της Χλέμιας της Πίκρας στον Θρόνο της Ενυδρίας. Συνέχισε να κάνει περιοδείες και να δίνει συναυλίες, κι οι περισσότεροι λάτρευαν τα τραγούδια του. Μα η μουσική μέσα του δεν είχε μείνει ανέπαφη από το διαρκές σκοτάδι. Σταδιακά, συνέβαιναν μικροαλλαγές μέσα του που άργησε να παρατηρήσει. Έχανε ένα σκαλοπάτι καθώς κατέβαινε, έκρωζε στις πολύ ψηλές νότες, άρχισε το κάπνισμα. Τέτοια πράγματα, μικρά που χωρίς να το ξέρει σηματοδοτούσαν αυτό που θα ακολουθούσε. Όλα τα μικρότερα αδέρφια τους είχαν φύγει εδώ και αρκετό καιρό και το περίεργο ήταν πως κανείς δεν είχε ξανακούσει νέα τους. Ούτε άκουσαν για κάποιο χορευτικό σχήμα όπου ηγούνταν η Σίσι, ούτε είδαν καμιά νέα ποιητική συλλογή του Μάξιμου, ούτε κυκλοφόρησε καμιά νέα ταινία του Ιάκωβου, και το περιβόητο άγαλμα μοντέρνας τεχνοτροπίας του Θίο που θα τοποθετούνταν στην διαβόητη Κόκκινη Πόλη είχε μείνει πίσω, μισό. Τουλάχιστον η Ζίνα είχε πάρει μαζί της σχεδόν τους μισούς από τους πίνακές της, αν και κατά την γνώμη του Ίων είχε αφήσει πίσω τα αριστουργήματά της κι είχε κουβαλήσει κάτι απαίσια κομμάτια με σκούρα βρώμικα χρώματα και ασουλούπωτες μορφές χωρίς στόματα. Ο Ίων σκεφτόταν ότι ίσως να ήθελε απλώς να τα καταστρέψει πρώτη, πριν προλάβουν τα τερατουργήματα να καταστρέψουν την φήμη της.

Να τώρα όμως που κι εκείνος είχε πέσει σε τέλμα. Η έμπνευση, το κληρονομικό αυτό χάρισμα, τον είχε εγκαταλείψει αφήνοντάς τον σύξυλο. Ο ρυθμός είχε χαθεί ολοσχερώς από το βήμα του, απ’ την ανάσα του. Κοιτούσε θλιμμένα τα μουσικά όργανα γύρω του, όταν άκουσε ένα απαλό χτύπημα. Σήκωσε λίγο το κεφάλι κι αφουγκράστηκε. Το χτύπημα ακούστηκε ξανά, ελαφρώς πιο δυνατά. Σηκώθηκε και προχώρησε με δυσκολία μέχρι την πόρτα. Πλέον του ήταν δύσκολο ακόμα και να περπατά, έτσι όπως είχαν αποσυντονιστεί τα μέλη του. Κυριολεκτικά χρειαζόταν πολλή σκέψη για να αποφασίσει ποιο πόδι πρέπει να πατήσει, πότε και πού. Ο ήχος ακούστηκε ξανά. Δεν ερχόταν απ’ έξω. Ερχόταν από κάτω.

Μόλις βγήκε στον διάδρομο, κοίταξε αριστερά και δεξιά μήπως κι έβλεπε τον Τζο ή την Μίνι, μα κανείς τους δεν φαινόταν. Προχώρησε λοιπόν αργά και κατέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στην Τρύπα της Έμπνευσης. Τα πράγματα ήταν τόσο περίεργα στην Ενυδρία τελευταία. Ο κόσμος είχε κρυφτεί στο καβούκι του τρομοκρατημένος και κανείς δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται πια για μια απόλαυση πολυτελείας όπως η Τέχνη. Η δημοτικότητά του είχε καταβαραθρωθεί, όπως και των αδελφών που είχαν φύγει από το Σπίτι. Μόνο η Μίνι και ο Τζο τα κατάφερναν ακόμα και μάλιστα καλύτερα από ποτέ, λόγω του κλίματος φόβου κι απομόνωσης.

Κατέβηκε και το τελευταίο σκαλοπάτι και βρέθηκε μπροστά στην ξύλινη παλιά πόρτα. Έμοιαζε ψεύτικη, έτσι καμωμένη από σανίδες και άβαφη, γεμάτη ρόζους και ξέφτια. Γύρισε το πόμολο και έτριξε, και άνοιξε αργά, μα διάπλατα. Η τρύπα ήταν εκεί. Μαύρη και τέλεια στρογγυλή, έπιανε σχεδόν ολόκληρο το δωμάτιο. Μαγνήτιζε το βλέμμα του. Το χτύπημα είχε σταματήσει και τώρα το μόνο που πλάκωνε την ψυχή του ήταν η απέραντη ησυχία. Στο υπόγειο της Τρύπας, δεν ακουγόταν ούτε το παραμικρό. Ήταν λες και ρουφούσε όλους τους ήχους μέσα της. Ο Ίων ένιωθε την ανάσα του βαριά μα ακανόνιστη. Μέρες πήγαιναν που δεν μπορούσε να βγάλει τον μαύρο της κύκλο από τα όνειρά του. Η Τρύπα τον παρενοχλούσε διαρκώς. Βρίσκονταν συνεχώς μπροστά στα μάτια του κι εκείνος προσποιούνταν πως δεν καταλάβαινε γιατί. Όπως όλοι τους προσποιούνταν πως τα αδέλφια τους είχαν φύγει.

«Γιατί με θέλεις πίσω;» ρώτησε καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να ακουστεί μάταια. Η Τρύπα του ‘παιρνε τις λέξεις μόλις γεννιόνταν στα χείλη του. Κι η ησυχία του απάντησε.

«Το Όλον επιθυμεί να ξεγίνεις».

Η καρδιά του σφίχτηκε. Δεν υπήρχε πιο ιερή λέξη στην Ενυδρία από το Όλον. Κι η επιθυμία του ήταν διαταγή.

«Μάνα, κανείς δεν ξέρει τι είναι το Όλον. Κανείς δεν το ‘χει δει, κανείς δεν το ‘χει ακούσει. Γιατί…»

«Το Όλον επέλεξε να γίνω. Το Όλον επέλεξε να γίνεις. Το Όλον επέλεξε να βασιλεύει η Χλέμια η Πίκρα στην Ενυδρία. Για να βασιλεύσει η Χλέμια σωστά και καταπώς θέλει, εσύ πρέπει να πάψεις. Κι εγώ να υπακούω. Και να γεννάω τα τέρατα που το Όλον επιθυμεί».

Η ησυχία ήταν αμείλικτη. Ένιωθε τις φλεβίτσες στους κροτάφους του να πάλλονται και τα γόνατά του να τρέμουν, να τρέμουν τόσο πολύ και τόσο ασυντόνιστα το ένα με το άλλο, που ο Ίων έπεσε στα τέσσερα κι αμέσως τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν κάτω από το βάρος του κορμιού του, κι οι αγκώνες του λύγισαν και τα μάτια του αντίκρισαν, στο χείλος του κύκλου, το σκοτάδι στα έγκατα του Όλου, το σκοτάδι που αγκάλιαζε και βύθιζε και ρουφούσε και μαγνήτιζε ολόκληρη την άλλοτε ανθούσα Επικράτεια της Ενυδρίας. Κι ο Ίων, αθόρυβα, έγινε άλλος ένας αδερφός που έφυγε κι άλλο ένα πλάσμα της Ενυδρίας που ξέγινε.