Η Άλμα με τις Πεταλούδες
(Μια Ιστορία της Ενυδρίας)

Γράφει η Βάγια Ψευτάκη
Η Άλμα έτρεχε για μέρες. Είχε διασχίσει λόφους καλυμμένους με εκείνους τους κοντούς θάμνους που είχαν για άνθη στρόγγυλα αγκάθινα μπαλάκια, είχε διασχίσει επίπεδες πλάκες που γλιστρούσαν σαν το νερό στον καθρέφτη και τώρα διέσχιζε τη βαλτωμένη κοίτη του αρχαίου ποταμού της Λαντάλμα. Κάποτε λέγανε πως αν κανείς ακολουθούσε βόρεια τον ποταμό Λαντάλμα, θα έφτανε στο σπίτι της Άλμα με τις Πεταλούδες της Ξενοιασιάς. Λέγανε πως το σπίτι της ήταν σκαρφαλωμένο σε ένα γέρικο πλατάνι και πως αν έφτανε κανείς μέχρι εκεί, η Άλμα με τις Πεταλούδες θα τον φίλευε το μαγικό της κέικ από βρώμη και σιτάρι και μαρμελάδα ροδάκινο, χαρίζοντάς του μια στιγμή απόλυτης χαλάρωσης, μια στιγμή κενού, μια στιγμή ευτυχίας. Λέγανε ότι η Άλμα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στην Ενυδρία, κι ας μην θυμόταν κανείς να την περιγράψει, και η πιο ξελογιάστρα, καθώς ήταν ντυμένη μόνο τις Πεταλούδες της. Κι όσο την κοιτούσε ο εκάστοτε ταξιδιώτης, τόσο πίστευε πως καθώς οι Πεταλούδες ανοιγόκλειναν τα φτερά τους, θα κατόρθωνε κι αυτός να ξεκλέψει μια ματιά σε μέρη που μόνο Εκείνες φρόντιζαν. Μα πάντοτε, μια ανάσα πριν μια ίντσα γυμνού δέρματος αποκαλυφθεί εμπρός του, ο ταξιδιώτης βίωνε την στιγμή της ξενοιασιάς που δικαιούνταν. Κι όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν ένα δίκαιο τίμημα.


Όλα όσα λέγανε ήταν αλήθεια. Για πολλές εποχές, από τα γεννοφάσκια της Επικράτειας της Ενυδρίας και του Όλου της, η Άλμα με τις Πεταλούδες της Ξενοιασιάς ζούσε στο χαμηλό οροπέδιο απ’ όπου ξεπηδούσε η πηγή του ποταμού που πήρε τ’ όνομα της. Πολύ συχνά, κι όχι πότε-πότε όπως πίστευαν, όλο και κάποιος εμφανιζόταν στο κατώφλι της ζητώντας μόνο να ξεφύγει για λίγες στιγμές από τα προβλήματά του. Η Άλμα με τις Πεταλούδες χαμογελούσε και χαιρόταν η ψυχή της που μπορούσε να ανακουφίζει όλους αυτούς τους κουρασμένους κι απεγνωσμένους συμπατριώτες της. Ήταν τόσο περήφανη που οι Πεταλούδες της έβαζαν το λιθαράκι τους στην διατήρηση της Ισορροπίας του Όλου. Γιατί, φανταστείτε τι θα γινόταν αν όλα αυτά τα αγχωμένα πλάσματα της Ενυδρίας δε μπορούσαν έστω και μια στιγμή να ξεφύγουν από τα προβλήματα που τα τρέλαιναν! Αργά ή γρήγορα, η Ισορροπία θα χανόταν και η αντίστροφη μέτρηση θα άρχιζε για την Επικράτεια της Ενυδρίας. Η Άλμα ήταν ένας κρίκος πολύ σημαντικός, μόνο που τώρα πια είχε σπάσει και κατρακυλούσε με ταχύτητα προς το μόνο μέρος της Ενυδρίας που μπορούσε να αγκαλιάσει την δυστυχία της.
Μόλις η Χλέμια η Πίκρα ανέβηκε στο Θρόνο, η Άλμα ήξερε πως η Ενυδρία διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο. Καθώς οι μέρες περνούσαν και η Χλέμια δεν ανατρεπόταν, περίεργα, αν και σχετικά αναμενόμενα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν. Είχε πέσει εκείνο το παχύρρευστο σκοτάδι που είχε καταπιεί τον λαμπρό ήλιο και τα χάλκινα φεγγάρια. Σχεδόν μπορούσε να κολυμπήσει κανείς μέσα του. Οι επισκέψεις που δεχόταν είχαν αρχίσει ολοένα να πληθαίνουν και να πληθαίνουν και να πληθαίνουν, μέχρι που τα δύσμοιρα λογής-λογής πλάσματα σχημάτιζαν ουρές χιλιομέτρων μέχρι κάτω στους λόφους. Μα το πιο περίεργο και το λιγότερο αναμενόμενο ήταν οι Πεταλούδες. Οι Πεταλούδες της Άλμα, το μόνο ρούχο του κορμιού της, είχαν αρχίσει να την ενοχλούν απίστευτα, καθώς όπου την άγγιζαν ένιωθε έντονη φαγούρα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Μετά όμως η φαγούρα έγινε τσούξιμο κι έπειτα πληγές. Λευκές φουσκάλες με πύον φύτρωναν σα μανιτάρια, ευθύς μόλις οι Πεταλούδες την άγγιζαν με τις μικροσκοπικές τρίχες του σώματος και των φτερών τους. Φουσκάλες ξεπηδούσαν παντού, στο πρόσωπο και στο στήθος και στο εσωτερικό των μηρών και σε μέρη πιο ευαίσθητα, φουσκάλες που έσκαγαν και γίνονταν κόκκινες πληγές και την φαγούριζαν δαιμονισμένα.
Στην αρχή, η Άλμα προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της, αλλά καθώς είδε ότι η φαγούρα και ο πόνος χειροτέρευαν, την κατέβαλε πανικός. Ενστικτωδώς, και καθώς ο Πίλο-ή-Πίλο ο Διχασμός στεκόταν μπροστά της περιμένοντας για μια στιγμή ανακούφισης, η Άλμα με τις Πεταλούδες της Ξενοιασιάς τινάχτηκε όρθια με όλη της τη δύναμη προσπαθώντας να διώξει τις Πεταλούδες από πάνω της. Εκείνες τραντάχτηκαν και οι περισσότερες πέταξαν λίγα εκατοστά μακριά της, αμέσως όμως έσπευσαν να πάρουν την φυσιολογική τους θέση πάνω στο σώμα της. Η Άλμα άρχιζε να τινάζεται μανιασμένα, να χοροπηδάει και να χτυπάει με τις παλάμες της όσες Πεταλούδες ξανακάθονταν.
Ο Πίλο-ή-Πίλο την κοιτούσε τρομοκρατημένος. Το στόμα του έχασκε μισάνοιχτο και τα χέρια του κρέμονταν στο πλάι. Οι άναρθρες κραυγές της αντηχούσαν στους λόφους και κάθε πλάσμα που περίμενε με λαχτάρα την σειρά του είχε γουρλώσει τα μάτια. Όλοι τους έστεκαν βουβοί, μα όλοι σκέφτονταν κι όλοι ήξεραν πως η Χλέμια η Πίκρα είχε σημάνει το τέλος της Άλμα με τις Πεταλούδες.
Μέσα στο σπίτι πάνω στο γέρικο πλατάνι, η Άλμα είχε αρπάξει απελπισμένη ένα βιβλίο με παραμύθια του κυρίου Ταφ και χτυπούσε μανιασμένα τις Πεταλούδες πάνω της. Αρκετές πέφτανε ψόφιες στο πάτωμα, μα όσες σκότωνε, άλλες τόσες ξεπετάγονταν από το πουθενά ως δια μαγείας. Κι ήταν φυσικό, οι Πεταλούδες της Άλμα ήταν μαγικές, όπως και η ίδια η Άλμα και το χειρότερο; Ήταν η Άλμα με τις Πεταλούδες. Όσο ήταν η Άλμα, ήταν και οι Πεταλούδες. Κόκκινα δάκρυα αυλάκωναν το πονεμένο δέρμα της, καθώς οι πληγές της άπλωναν και κατέτρωγαν ό,τι ομορφιά της είχε χαρίσει το Όλον. Κι όταν πια ένιωσε το μυαλό της να χάνεται στον πόνο και στην απόγνωση, η Άλμα με τις Πεταλούδες, άρχισε να τρέχει.
Έτρεχε με όλη της τη δύναμη και τινάζονταν ταυτόχρονα, με τις Πεταλούδες να πετούν ξοπίσω της, θέλοντας μόνο να βρεθούν εκεί όπου ήταν η θέση τους από πάντα, θέαμα παράλογο και αποτρόπαιο και μοναδικό. Πέρασε μπρος από όλους, από τον πρώτο κι από τον τελευταίο και τους άφησε πίσω σύξυλους και τρομαγμένους και πιο απελπισμένους από ποτέ. Έτρεχε χωρίς σταματημό, αλλά όχι και χωρίς προορισμό. Το μόνο που ήθελε η Άλμα της Ξενοιασιάς ήταν να ανακουφιστεί. Να ανακουφιστεί από τις Πεταλούδες της που ανακούφιζαν τα άγχη όλης της Ενυδρίας. Κι υπήρχε μόνο ένα μέρος στην Ενυδρία που μπορούσε να βρει γαλήνη.
Καθώς διέσχιζε μέρη που τις έμοιαζαν πανομοιότυπα έτσι όπως το σκοτάδι είχε καταπιεί τα χρώματα, της φαινόταν απλώς σα να ανεβοκατέβαινε στο πουθενά. Το σώμα της δεν το ένιωθε, ένιωθε μόνο ένα συνολικό και αμείλικτο τσούξιμο και το μόνο που άκουγε ήταν η απέραντη ησυχία της πίκρας και το βουητό από το μόχθο των συντρόφων της. Άκουγε το αίμα της να κυλά και να σκορπίζεται και τις παλιές πληγές να ξεραίνονται και πότε-πότε νέα σπυριά με πύο να ξεπετιούνται όποτε κάποια Πεταλούδα κατόρθωνε να την φτάσει.
Κάποια στιγμή, που μπορεί να ήταν μέρες μετά τη φυγή της ή ακόμα και ώρες καθώς το σκοτάδι έκλεβε την αίσθηση του χρόνου απ’ την Ενυδρία, η Άλμα πίστεψε πως ο πόθος της να απαλλαγεί δεν ήταν αρκετός για να συνεχίσουν τα πόδια της. Μόλις άρχισε να κόβει ταχύτητα, σε μια πολύ κλειστή στροφή του δρόμου, αν ήταν δρόμος αυτό που περπατούσε, τα μάτια της τυφλώθηκαν από ένα βαθύ μπλε φως. Για μόνο μια στιγμή έμεινε ακίνητη.
Σε μεγάλη απόσταση μπροστά της απλώνονταν μια τεράστια λίμνη. Δεν ήταν οποιαδήποτε λίμνη όμως. Μπροστά της, λικνίζονταν ατάραχη η Λίμνη των Απωθημένων. Εκεί που κατοικούν όλα τα πλάσματα που το Όλον θέλει να ξεχάσει, που το Όλον έχει απωθήσει, που το Όλον πόθησε μα ποτέ δεν είχε. Απ’ τα βάθη της αναδύονταν πανύψηλες τσιμεντένιες πολυκατοικίες, με παράθυρα τυφλά και κεραίες που υψώνονταν και διακλαδίζονταν μέχρι που το ιώδες φως των νερών της δεν έφτανε να τις φωτίσει άλλο. Όλη η λίμνη έλαμπε, το νερό, ανέδιδε ένα φως άρρωστο που αιχμαλώτισε το βλέμμα της και για εκείνη τη στιγμή ξέχασε τις Πεταλούδες. Αυτό ήταν λοιπόν. Εκεί άνηκε πια.
Χωρίς να χαραμίσει άλλο ένα καρδιοχτύπι κι ενώ ο βόμβος πίσω της δυνάμωνε, άρχισε ξανά να τρέχει. Κατέβηκε ίσια προς την λίμνη, προσπέρασε μια τεράστια τσίγκινη πινακίδα που έγραφε «Καλώς Ορίσατε στον Δήμο των Ναυαγίων» κι ένα χαμόγελο στραβό χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Αυτή η παράνοια στην οποία προέβαινε, αυτή η απελπισία που την έσπρωχνε στην Λίμνη των Απωθημένων τής προσέφερε την ανακούφιση από ένα πετσί στο οποίο δεν άνηκε πια. Καθώς βούτηξε στα παγωμένα νερά, ένιωσε την λήθη να της χαϊδεύει τις πληγές κι άκουγε, άκουγε μάλιστα πολύ καθαρά, τις μελωδίες των Απωθημένων. Θλιβερές μελωδίες ανακούφισης. Θλιβερές μελωδίες παράδοσης. Με το χαμόγελο ακόμα χαραγμένο, καταράστηκε την Χλέμια την Πίκρα. Καταράστηκε το Όλον της Ενυδρίας. Πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε, κι αφέθηκε σε έναν κόσμο όπου πλέον ήταν καλοδεχούμενη. Ήταν ό,τι έπρεπε, ό,τι χρειαζόταν. Ευτυχώς, για την Άλμα την Πληγή του Πανικού, οι Πεταλούδες δεν επρόκειτο να την ακολουθήσουν στο ταξίδι της προς το νέο της σπίτι.