Γράφει η
Βάγια Ψευτάκη
τις/τα
ιστορίες
της
Η Σπάτουλα
Η Σπάτουλα
(μια ιστορία της Ενυδρίας)
Ο κύριος Καριντού είναι ζαχαροπλάστης. Έχει ένα μικρό μαγαζάκι στην κεντρική πλατεία της Πόλης των Ναυαγίων. Βρίσκεται στο ισόγειο μιας άσχημης τσιμεντένιας πολυκατοικίας, μα εκείνος με μεράκι το έχει διακοσμήσει. Έχει περάσει ξύλινο πάτωμα και ξύλινους πάγκους, κι όχι οποιοδήποτε ξύλο, ξύλο κερασιάς. Έχει και πέντε στρόγγυλα τραπεζάκια με κομψές καρέκλες για τους πελάτες του. Λατρεύει το μαγαζί του. Κι όλα τα Απωθημένα λατρεύουν τα γλυκά του. Τα τσουρέκια και τις πίτες και τις πάστες και τα κέικ.(μια ιστορία της Ενυδρίας)
γράφει η Βάγια Ψευτάκη
Όταν πρωτάνοιξε, θεωρούσε το εγχείρημα αμφίβολο, μα γρήγορα και χάρη στην μυστική του συνταγή, ο κύριος Καριντού απέκτησε φανατική πελατεία που ολοένα και αυξανόταν. Αγόρασε άλλους δύο φούρνους και νοίκιασε και μια αποθήκη πίσω από το ζαχαροπλαστείο, ενώ έπεισε την Αυτοκράτειρα ΝεΛένα να τον αφήσει να βγάλει μερικά τραπεζάκια έξω, στην πλατεία. Τώρα είναι πλούσιος και μπορεί να τρώει ό,τι θέλει για να συντηρεί την φουσκωτή κοιλιά του.
Στην πραγματικότητα, το ζαχαροπλαστείο ήταν μια πολύ καλή κίνηση επιχειρηματικά. Βλέπετε, στα Ναυάγια, όλα είναι πάντα μουντά κι ο αέρας πηχτός, γεμάτος σήψη, απλυσιά και κλεισούρα, οπότε τι πιο καλοδεχούμενο από ένα μαγαζάκι που μοσχοβολάει ροδοψημένο τσουρέκι; Όσοι έρχονταν για πρώτη φορά κι ιδιαίτερα όσοι δοκίμαζαν, επέστρεφαν στα σίγουρα. Μάλιστα, ο κύριος Καριντού δεν τους προλάβαινε! Είχε αποκτήσει ένα χαμόγελο, μόνιμα κολλημένο στο πρόσωπό του, όχι μόνο από υποχρέωση προς τους πελάτες αλλά και από χαρά. Επιτέλους έκανε κάτι που είχε ουσία. Για τον κύριο Καριντού ήταν η πρώτη φορά που χρησίμευε πραγματικά.
Υπέφερε όμως από μοναξιά. Παρέες πολλές δεν είχε. Τι πολλές δηλαδή, να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομα τους, δεν είχε καθόλου. Αν εξαιρέσουμε βέβαια τον μικρό του λευκόγκριζο λεμούριο με την ροζ ουρίτσα, τον Λεμού. Ο Λεμού τον συντρόφευε απ’ τα μικράτα του. Είχε βρει τον κύριο Καριντού, σκελετωμένο και θλιβερό όταν ακόμα δεν είχε φυτρώσει το μουστάκι του και του είχε χαρίσει την σπάτουλα που κρατούσε στα μικρά του χεράκια. Από τότε ο κύριος Καριντού, βρήκε το νόημα της ζωής του. Του έμελλε να γίνει ζαχαροπλάστης. Είχε μόλις πρωτοέρθει στα Ναυάγια, διωγμένος από τους συμπολίτες του εξαιτίας της αποτρόπαιης τροπής που έπαιρνε η σκέψη του.
Τότε ήθελε να γίνει καλλιτέχνης, μα με όποια τέχνη και να καταπιανόταν, προκοπή δεν έβλεπε. Είχε ζωγραφίσει το πτώμα του ίδιου του του εαυτού να κατασπαράσσεται από ένα ζευγάρι τεράστιες σμέρνες που αιωρούνταν σαν χτικιά από πάνω του, είχε φτιάξει ένα γλυπτό που απεικόνιζε το ιερό Όλον σα μια τεράστια βρωμερή αλογόμυγα που ξαπόσταινε σε μια κουράδα, είχε συνθέσει ένα τραγούδι για τον τυφλό Λευκό Άρχοντα του Χάους που λεγόταν ότι κατάπινε Επικράτειες σαν και την Ενυδρία όταν σ’ εκείνες χανόταν η Ισορροπία. Του είπαν πως είχε πονέσει τα μυαλά τους με όλες εκείνες τις διαστροφικές αηδίες και τον έδιωξαν, να γίνει καλλιτέχνης κάπου μακριά τους.
Σαν λοιπόν τον ανακάλυψε ο φιλαράκος του ο Λεμού, μια φρέσκια ιδέα γεννήθηκε πρώτα στην καρδιά του. Έπρεπε να γίνει ζαχαροπλάστης ξεχωριστός, όχι ένας κοινός! Και η Λίμνη των Ναυαγίων ήταν ο μόνος τόπος στην Ενυδρία που θα ανεχόταν και θα απολάμβανε ίσως –πού ξέρεις;-- γλυκά φτιαγμένα με ένα υλικό μοναδικό, ένα υλικό ανεπανάληπτο, ένα υλικό που μόνο ο κύριος Καριντού είχε το σθένος να προσθέσει.
Από τότε, τα σβηστά του μάτια στραφτάλιζαν και τα χέρια του δούλευαν κι ο μικρός λεμούριος ο Λεμού ανέλαβε το δύσκολο έργο της συλλογής του μυστικού συστατικού. Το κρατούσε όμως κρυφό, γιατί δεν ήταν σίγουρος αν εκείνα τα πλάσματα με τα πεινασμένα μάτια και τα παράλυτα άκρα, αν εκείνα τα πλάσματα τα μισά, που τους έλειπε η καρδιά κι η φλόγα κι η ανθρωπιά, θα ενοχλούνταν δραματικά.
Πρέπει να ξέρετε εδώ, ότι η κοινωνία της πόλης των Ναυαγίων είναι μια ομοιογενής μα πολύπλοκη κοινωνία. Στηρίζεται πάνω σε πολύ αυστηρούς και παραδοσιακούς θεσμούς. Είναι μια πολύ καθώς πρέπει κοινωνία, στους τύπους. Επίσημα, όλοι τιμούν το ένα Ιερό Όλον, έχουν ακόμα κι έναν Ναό που λειτουργεί στην δυτική άκρη της πόλης και όλοι, κι εννοώ όλοι, πηγαίνουν κάθε μέρα σαν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα, την ιερή ώρα ανάπαυσης του Όλου. Είναι εκεί κι η Αυτοκράτειρα, κι ο Δήμαρχος, κι η Άλμα και ο Ίων κι άλλοι πολλοί κι ανάμεσά τους κι ο δικός μας, ο κύριος Καριντού.
Έτσι έπρεπε να πράττει κρυφά, πράγμα που είχε κι αυτό την χάρη του. Ούτως ή άλλως, ήξερε πως τα Ναυάγια ήταν στον πυρήνα της η πιο ανόσια πόλη της Επικράτειας. Η υποκρισία δεν τον ενοχλούσε, αντιθέτως είχε πλάκα! Κάθε μέρα λοιπόν ή μάλλον κάθε νύχτα, σαν γύριζε από το Ναό στο ζαχαροπλαστείο του, πήγαινε στο τελευταίο δωμάτιο πίσω από την κουζίνα που χρησιμοποιούσε σαν υπνοδωμάτιο, τραβούσε ένα μακρύ σκοινάκι κι έπεφτε μεμιάς η σκάλα για την μικροσκοπική του σοφίτα.
Ανέβαινε με δυσκολία, κρατώντας γερά την κοιλιά του με το ένα χέρι, λες και θα του έπεφτε, με τον Λεμού σκαρφαλωμένο στον ώμο του να βαστάει γερά την σπάτουλα, εκείνη που του ‘χε χαρίσει όταν τον πρωτοσυνάντησε. Στη μικροσκοπική σοφίτα υπήρχε μονάχα ένα στενό κρεβάτι και κάτι μεταλλικές φτηνές σκάφες στοιβαγμένες όπως-όπως στην απέναντι γωνιά καθώς κι ένας φεγγίτης στενόμακρος, που έχασκε σα στόμα μισάνοιχτο. Ο κύριος Καριντού άφηνε το βάρος του να σκάσει στο στρώμα κι ο φιλαράκος του ο Λεμού έπιανε δουλειά.
Πρώτα καθάριζε σχολαστικά την σπάτουλα. Ήταν μια απλή ασημένια σπάτουλα που πάνω της είχε χαραγμένη την επιγραφή «Η Αλήθεια Είναι Σοφό Να Πασπαλίζεται με Άχνη». Έπειτα, τραβούσε μια σκάφη κοντά στο κρεβάτι, ξεγύμνωνε τον κύριο Καριντού κι άρχιζε την συλλογή του μυστικού συστατικού. Σ’ όλη την διαδικασία, ο κύριος Καριντού χαχάνιζε και λιποθυμούσε, κι όταν δεν άντεχε άλλο, τα μάτια του έλαμπαν τρελά, άνοιγε τον φεγγίτη που έφτανε αν άπλωνε το χέρι, και ούρλιαζε, ούρλιαζε μ’ όλο τον αέρα που χωρούσε στα πνευμόνια του. Ο Λεμού, μεθυσμένος απ’ το αίμα, πηδούσε και στριφογυρνούσε με την σπάτουλα στα χέρια ξυρίζοντας με μανία το λίπος, αλλάζοντας σκάφες, μέχρι που ο κύριος Καριντού γίνονταν πάλι το κοκαλιάρικο παιδί που ήταν άλλοτε, χωρίς φως στα μάτια, με μαλλιά κολλημένα απ’τον ιδρώτα και ανάσα που μόλις θόλωνε το καθρεφτάκι που τοποθετούσε ο Λεμού μπρος στα ρουθούνια του για να δει αν ο αφέντης του ζούσε ακόμα.
Ξεκουράζονταν για λίγο, μέχρι τα λογικά του να τρυπώσουν ξανά στο κεφάλι του, μέχρι ο Λεμού να καθαρίσει και να κατεβάσει όλες τις σκάφες στην κουζίνα, κι ύστερα τα μαύρα μάτια του στραφτάλιζαν ξανά, ενώ το σώμα του άρχιζε, σχεδόν μαγικά, πάλι να παχαίνει και το μουστάκι του να ξαναβγαίνει. Έτρωγε κι έτρωγε ότι έβρισκε μπροστά του, εκτός από τα γλυκά που ο ίδιος έφτιαχνε, καθώς εκείνα προορίζονταν αποκλειστικά για τους εκλεκτούς ουρανίσκους των πελατών του, κι έπειτα άναβε φωτιά στους φούρνους, άνοιγε τα κιτάπια με τις συνταγές του και δημιουργούσε τα πιο νόστιμα γλυκά των Ναυαγίων.
Κάθε πρωί, χαράματα σχεδόν, το ζαχαροπλαστείο του κυρίου Καριντού σηκώνει ρολά. Ήδη υπάρχει ουρά. Πλάσματα, συμπολίτες του, περιμένουν πειναλέα απ’ έξω κι ορμάνε ευθύς. Ευτυχώς, ο κύριος Καριντού είναι προνοητικός και πάντα χαμογελαστός και έχει αρκετά αποθέματα να τους εξυπηρετήσει όλους. Καλημερίζονται ευγενικά, αποχαιρετιούνται ευγενικά, μερικοί τον ρωτάνε με βλέμμα αυστηρό τι είναι αυτές οι κραυγές που ακούνε κάθε νύχτα.
«Ελπίζω να μην κακομεταχειρίζεστε το καημένο το ζωντανό!» κάνει η Άλμα σηκώνοντας το φρύδι καθώς της δίνει την σακούλα με το τσουρέκι δαμάσκηνο.
Ο κύριος Καριντού, την κοιτάζει εξονυχιστικά, με τα λαμπερά του μαύρα μάτια. Η γυναίκα μπροστά του, είναι ένα πλάσμα θλιβερό, σκοροφαγωμένο στην κυριολεξία, που ‘χει στην μέση της δεμένες άπειρες μυγοσκοτώστρες, μην τυχόν οι Πεταλούδες της ξαφνικά πετάξουν πάνω της από το πουθενά. Ο κύριος Καριντού χαμογελάει.
«Τι δύστυχο πλάσμα που είστε, δεσποινίς Άλμα» λέει χαμογελαστά κι απλώνει το χέρι για τα λεφτά.
Εκείνη χαμογελά και φανερώνει μια σειρά σάπια ούλα. Είναι γυμνή και παραμορφωμένη, πρησμένη απ’ τα τσιμπήματα και μονίμως αγχωμένη μην και της επιτεθεί κανένας Πανικός, όπως της αρέσει να αποκαλεί τα παντός είδους ζωύφια κι ειδικά τις πεταλούδες.
«Πράγματι, κύριε Καριντού ΖαχαροΠλάστη της Αλήθειας» το χαμόγελό της σβήνει ξαφνικά, «Τα ονόματα έχουν νόημα εδώ. Δεν γίνεται να είμαι η Άλμα του Πανικού και ευτυχής! Θα ‘θελα το τσουρέκι μου τώρα παρακαλώ».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου