Ρέκβιεμ για ένα Παπί
(μια ιστορία της Ενυδρίας)


γράφει η Βάγια Ψευτάκη

Το μικρό δωμάτιο ήταν ολόκληρο στρωμένο με πλακάκια. Τετράγωνα, λευκά πλακάκια μεσαίου μεγέθους. Βάζω στοίχημα πως δεν υπάρχει πιο βαρετή εικόνα να ξεκουράζεις το βλέμμα σου από μερικές εκατοντάδες ομοιόμορφα περασμένα πλακάκια! Ο Ντικ το Κίτρινο Παπί είχε περάσει σχεδόν όλη του τη ζωή απέναντι σε αυτό το θέαμα.
Στην αρχή, νόμιζε πως θα τρελαινόταν, και εν τέλει θα απαλλασσόταν, χαμένος μέσα στις σχιζοφρενικές του εικόνες. Ένα φεγγάρι μάλιστα, είχε αρχίσει να βλέπει έντονα χρώματα να τον τυλίγουν, και τεράστια γεωμετρικά σχήματα να τον καταπίνουν, ένα ροζ ισοσκελές τρίγωνο, έναν πράσινο κύβο, και το αγαπημένο του, έναν μπλε κώνο! Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, του πριν και του μετά, του τώρα. Και πάνω που είχε αρχίσει να πιστεύει με όση λογική του είχε απομείνει πως θα νανουρίζονταν γαλήνια στην αγκαλιά της λήθης και της παράνοιας, τα χρώματα άρχισαν να ξεβάφουν, και το λευκό που παραμόνευε, εξαπολύθηκε βίαιο για άλλη μια φορά να τον τυφλώσει. Να πάρει! Τα πλακάκια είχαν επιστρέψει, είχαν καταβροχθίσει όλα τα σχήματα, είχαν αραιώσει όλα τα χρώματα, ώστε τίποτα να μην ξεχωρίζει απ’ αυτό το καταραμένο λευκό.


Είχε μετρήσει τα πλακάκια άπειρες φορές, κι άλλες τόσες είχε μπερδευτεί κι είχε ξεκινήσει απ’ την αρχή. Μα πλέον είχε καταλήξει στο νούμερο 4,537. Ούτε ένα λιγότερο, ούτε ένα περισσότερο. Πάντα βέβαια αναρωτιόταν αν και πίσω από το έπιπλο του νιπτήρα υπήρχαν κι άλλα πλακάκια. Πιθανότατα ήταν εκεί, μα μονάχα η σκέψη ότι δεν ήταν στο οπτικό του πεδίο τον έκανε να χαμογελάει πού και πού.
Ο Ντικ δεν ήταν ποτέ του ένα θλιμμένο κίτρινο παπί. Έβρισκε ένα λόγο να χαμογελάει όταν οι καταστάσεις ήταν δύσκολες, όταν ένιωθε την απειλή να πεταχτεί στα σκουπίδια γιατί τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει, όταν κανείς πλέον δεν γέμιζε την μπανιέρα για ένα απολαυστικό χρονοβόρο αφρόλουτρο. Σαν η πόρτα όμως τούτη του μπάνιου με τα 4,537 πλακάκια έκλεισε, δεν έλεγε να ξανανοίξει. Κι είχε περάσει μάλλον πάρα πολύς καιρός.
Το μόνο φως στο μπάνιο ερχότανε από ένα μικρό, τετράγωνο παραθυράκι στα δεξιά της μπανιέρας. Αλλά δεν ήταν δα και κανένα σπουδαίο φως σ’ αυτή την κωλοεπικράτεια της Ενυδρίας σπάνια ξημέρωνε. Επικρατούσε μονίμως ένα απαλό λυκόφως, ούτε φως μα ούτε και σκότος. Πότε-πότε, κοιτούσε έξω με την ελπίδα να διακρίνει σύννεφα, να γαληνέψουν το νου του. Του κάκου. Μόλις η πόρτα τον έκλεισε οριστικά στο καταραμένο τετράγωνο δωμάτιο, ο Ντικ το Κίτρινο Παπί ήξερε πως η ώρα της Χλέμιας της Πίκρας είχε φτάσει. Ο Θρόνος ήταν δικός της κι αυτό επιβεβαιώνονταν μόνο και μόνο από το γεγονός ότι κανείς πια δεν ερχόταν, ούτε κι επρόκειτο να ‘ρθει.
Μια μέρα, μάλλον μέρα, γιατί έξω είχε λυκόφως, ο Ντικ αναρωτιόταν αν άραγε θα πέθαινε κάποτε. Δεν του είχε πει κανείς αν τα κίτρινα παπιά του μπάνιου, που κάνουν «σκουίκ» αν τα πατήσεις, είναι αθάνατα ή πλάσματα θνητά. Κι ύστερα σκεφτόταν αν θα ‘ταν σοφό εκ μέρους του να επιθυμεί από την ανία του να πεθάνει, γιατί αυτό που ελλόχευε πέρα απ’ την ζωή όπως την ήξερε ήταν άγνωστο και κανείς δεν του υπόσχονταν στο κάτω-κάτω ότι δεν θα γινόταν απλά μια μάζα άχρηστου πλαστικού ή αν δεν θα παρέμενε κλεισμένος σ’ ένα άδειο μπάνιο στην αιωνιότητα.
Το καλό ήταν πως η βρύση της μπανιέρας, μια παλιά μεταλλική, γεμάτη άλατα και σκουριά, έσταζε. «Ταπ ταπ ταπ», συνεχώς, όλη μέρα. Όλες τις μέρες, όλη την ώρα! Στη αρχή τον εκνεύριζε φριχτά, αλλά αργότερα, κι αφού πήρε απόφαση πως ένα απλό παπί ήταν, πώς να την κλείσει, το συνήθισε και σχεδόν δεν το παρατηρούσε πλέον. Το νερό είχε φτάσει πάνω απ’ τη μέση και τουλάχιστον έτσι, μπορούσε να κολυμπάει πέρα δώθε και να βρέχει λιγάκι το ράμφος του. Συνέθετε μελωδίες μέσα στο κεφάλι του, τα τύμπανα κρατούσαν τον ρυθμό, «ταπ ταπ ταπ». Συχνά τις σιγομουρμούριζε κι άλλοτε τις τραγουδούσε με όλη του τη δύναμη, μήπως και κάποιος που περνούσε απ’ έξω την άκουγε. Κι ήταν εκείνη τη μέρα, που κάποιος πράγματι, τον άκουσε να τραγουδά το παράφωνο «σκουίκ σκουίκ» του.
Μια μαύρη κίσσα με πλουμιστή ουρά πέταξε στο περβάζι του μικρού του παραθύρου. Το πουλί τον κοίταξε καλά-καλά με τα γυαλιστερά του μάτια. Στο ράμφος της έσφιγγε κάτι που σταφτάλιζε εντυπωσιακά στο λιγοστό φως.
Ο Ντικ, το Κίτρινο Παπί, πάγωσε. Τελικά, ο κόσμος υπήρχε κι έξω από το καταραμένο του μπάνιο.
«Κίσσα, καλωσόρισες! Από πού έρχεσαι; Άκουσες το τραγούδι μου;» τη ρώτησε γεμάτος λαχτάρα.
Η κίσσα ανοιγόκλεισε τα μάτια. Δεν έδειχνε σημάδια νοημοσύνης.
«Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις; Να με βγάλεις από ‘δω, να μ’ ελευθερώσεις; Μπορείς, σε παρακαλώ;»
Δεν προσπάθησε καν να μην ακουστεί απελπισμένος.
Η κίσσα έστρεψε το κεφάλι αριστερά δεξιά και έκανε δυο μικρά βηματάκια πάνω στο περβάζι. Έπειτα κοίταξε πίσω, τον ουρανό, κι ετοιμάστηκε να πετάξει μακριά.
«Σε παρακαλώ, ευγενικό πτηνό, σε ικετεύω, μη μ’αφήνεις άλλο μόνο εδώ!»
Η κίσσα στράφηκε προς τον Ντικ μια τελευταία φορά, τα γυαλιστερά της μάτια έλαμψαν κι άνοιξε το ράμφος ελευθερώνοντας το μικροαντικείμενο που κρατούσε. Πριν προλάβει με ένα «πλαφ» να βουτήξει στο νερό της μπανιέρας, το πουλί είχε ανοίξει τα φτερά του κι είχε εξαφανιστεί. Ο Ντικ, το Κίτρινο Παπί, δεν πρόλαβε ούτε να αρθρώσει τα παρακάλια του. Αναστέναξε θλιμμένος. Γιατί τα δικά του φτερά να είναι πλαστικά, κολλημένα στο σώμα του απ’ την φύση τους; Γιατί δεν τον έφτιαξαν αληθινό;
Κι εκεί που συλλογιόταν την καταραμένη μοίρα ενός παρατημένου πλαστικού παιχνιδιού, στην επιφάνεια της μπανιέρας έσκασαν μερικές μπουρμπουλήθρες. Ο Ντικ σήκωσε κεφάλι κι έριξε μια ματιά τριγύρω, μα τίποτα δεν είχε αλλάξει. Πάνω που ξαναβυθίζονταν στις ζοφερές του σκέψεις, άκουσε κι άλλες φυσαλίδες να ανεβαίνουν και να σκάνε με ένα σιγανό «πλοπ». Το βλέμμα του πλανήθηκε στον πάτο της μπανιέρας και συνάντησε το πιο όμορφο θέαμα που το Παπί είχε ποτέ αντικρύσει. Στο βυθό, κοντά στην μαύρη τάπα της μπανιέρας, λαμποκοπούσε μια πανέμορφη κρυστάλλινη μπαλαρίνα. Φορούσε εκείνο το χαρακτηριστικό φουντωτό φορεματάκι και είχε τα μαλλιά της κότσο. Κουνούσε τα χέρια της κι ανοιγόκλεινε το στόμα, σαν κάτι να ήθελε να του πει. Έμοιαζε τρομαγμένη.
Ο Ντικ αμέσως βύθισε το κεφάλι του κάτω από το νερό.
«Ωραία μου Δεσποινίς, εσάς κρατούσε στο ράμφος της η κίσσα;»
«Ω, ναι, ήταν φριχτό! Σας ευχαριστώ, ευχαριστώ, με σώσατε απ’ τα νύχια αυτού του τέρατος με τόση γενναιότητα! Ποιος ξέρει που θα ‘μουν τώρα αν δεν ήσαστε εσείς ευγενικέ κύριε…»
«Ντικ»
«Ευγενικέ κύριε Ντικ!», τα μάγουλά της είχαν πάρει ένα ροδαλό κόκκινο χρώμα.
«Κερδίσατε την ευγνωμοσύνη μιας δεσποσύνης κύριε Ντικ. Πίσω στο σπίτι μου σας περιμένουν μεγάλες τιμές! Αν μόνο μπορούσαμε με κάποιο τρόπο να τους ειδοποιήσουμε…»
Ο Ντικ συννέφιασε ξαφνικά.
«Δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν δεσποινίς. Λυπάμαι»
Χαμήλωσε το κεφάλι, και για πρώτη φορά μετά από αμέτρητο καιρό ένας κόμπος ανέβηκε στο στομάχι του και δάκρυα ετοιμάστηκαν να στάξουν απ’ τα μάτια του.
«Δυστυχώς, δε νομίζω πως σας χάρισα μια ευτυχέστερη μοίρα. Είμαι παγιδευμένος εδώ μέσα. Και τώρα, είστε κι εσείς».
Η όμορφη μπαλαρίνα τον κοιτούσε με απορία με τα μεγάλα γυάλινα μάτια της. Ο Ντικ δεν μπορούσε να την χορτάσει. Ήταν τόσο απίστευτα όμορφη, τόσο τέλεια λαξευμένη, τόσο υπέροχα αθώα.
«Και είναι άσχημο αυτό;» ρώτησε η μπαλαρίνα σφίγγοντας λίγο τα χείλη της.
«Μα δεν σας είπα μόλις; Πλέον είστε παγιδευμένη εδώ, μαζί μου. Δεν σας φαίνεται κάπως δυσσάρεστο αυτό;»
Η μπαλαρίνα του χαμογέλασε. Το πρώτο της χαμόγελο σ’ εκείνον. Το πρώτο της χαμόγελο και χρώματα άρχισαν ξανά να ξεπηδούν και να βάφουν τα λίγα τετραγωνικά του κόσμου του. Χρώματα και σχήματα αγαλλίαζαν την ψυχή του. Τούτη η ψεύτικη κοπέλα ήταν ευλογημένη! Βάλσαμο ήρθε κι έλουσε την ανοιχτή πληγή του. Μέθυσε! Μέθυσε με ζωή.
Από ‘κείνη την στιγμή κι έπειτα έπαψε να προσπαθεί να υπολογίσει τις μέρες. Έπαψε να μετρά τα πλακάκια. Έπαψε να κοιτάζει έξω. Έπαψε να είναι φυλακισμένος. Με τις ώρες έμενε με το κεφάλι κάτω απ’ το νερό κι ευχαριστούσε τον πλάστη του που τους έφτιαξε και τους δυο ψεύτικους και δεν χρειάζονταν αέρα. Κουβέντιαζαν για τα πάντα. Για τις ζωές τους και τα γούστα τους και για ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί, για ό,τι συζητά ένα ερωτευμένο ζευγάρι που δεν χορταίνει ο ένας τον άλλο.
Υπήρχε βέβαια ένα βασικό πρόβλημα. Ότι ήταν πάντα μακριά. Ο ένας στην επιφάνεια κι ο άλλος στον πάτο. Ο Ντικ το Κίτρινο Παπί δεν μπορούσε να κάνει μεγάλη βουτιά, σε βάθος, καθώς το εσωτερικό του ήταν αέρας κοπανιστός και τέλος πάντων, όπως καταλαβαίνετε, ήταν φύση αδύνατο. Η μπαλαρίνα, φτιαγμένη από το πιο φίνο κρύσταλλο της Ενυδρίας ήταν πολύ βαριά για να κολυμπήσει στην επιφάνεια.
Ο Ντικ είχε σκαρφιστεί ένα σωρό ιδέες για να μπορέσουν να βρεθούν αγκαλιά, μα τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα. Το μόνο που είχε καταφέρει μέχρι τώρα ήταν να βουτήξει με όλη του την δύναμη και να την φτάσει για ελάχιστα δευτερόλεπτα μέχρι να εκτιναχτεί ξανά με φόρα στην επιφάνεια. Είχε προλάβει να της δώσει όμως ένα πεταχτό φιλί κι ήταν η μόνη στιγμή που ένιωσε πως άξιζε να υπάρχει. Τα χείλη του τραβιόταν σε ένα διαρκές χαμόγελο.
Μια μέρα όμως ή μια νύχτα, τέλος πάντων, μια στιγμή που το λυκόφως τρύπωνε ελάχιστα στο μπάνιο, και η καλή του κοιμόταν ήσυχη στον πάτο, του Ντικ του ήρθε μια καταπληκτική ιδέα. Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; Ήταν απλό. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν για να ανταμώσουν ήταν να τραβήξουν την τάπα της μπανιέρας! Έτσι, το νερό θα έφευγε, κι όταν σταγόνα τη σταγόνα θα άρχιζε να ξαναγεμίζει, θα ανέβαινε εκείνη στην πλάτη του και θα επέπλεαν παρέα! Ήταν ιδιοφυές.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς καν να ξυπνήσει τη καλή του, ο Ντικ κίνησε απαλά προς την ασημένια αλυσιδίτσα της τάπας που έφτανε μέχρι την επιφάνεια και ήταν καλά στερεωμένη από ένα μεταλλικό στρόγγυλο κουμπί. Είχε πιάσει πράσινη γλίτσα απ’ το νερό, μα τώρα ο Ντικ δεν υπολόγιζε τίποτα. Άνοιξε το ράμφος του και τη γράπωσε όσο καλύτερα γινόταν. Γλιστρούσε λίγο, αλλά κανείς δεν τον σταματούσε πια. Τράβηξε με όση δύναμη είχε. Στο μυαλό του σχημάτιζε την εικόνα της μπαλαρίνας του, πόσο ευτυχισμένη θα ‘ταν σαν ξυπνούσε και τον έβλεπε δίπλα της και την είχε στην αγκαλιά του.
Με ένα άχαρο «γκλουπ» και μετά από απροσδόκητα μικρή προσπάθεια, η μαύρη τάπα σηκώθηκε και τινάχτηκε στον αέρα για να κρεμαστεί από την έξω πλευρά της μπανιέρας. Η μπαλαρίνα άνοιξε τα μάτια απότομα κι είδε τον καλό της να ψευτοπετάει από χαρά. Του χαμογέλασε διάπλατα κι άπλωσε τα χέρια σε μια φανταστική αγκαλιά. Ο Ντικ πλατσούριζε και τις έδειχνε την τάπα, μα εκείνη δεν καταλάβαινε τι είχε σκαρφιστεί ο αγαπημένος της τούτη την φορά. Μα έμοιαζε ευτυχής, κι αυτό της αρκούσε, κι ήταν κι εκείνη χαρούμενη, κι άλλωστε ήταν ερωτευμένη!
Μέχρι που ένιωσε κάτι να τη ρουφά. Δεν έδωσε σημασία, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Κι όλως περιέργως φαινόταν να έρχεται όλο και πιο κοντά, να πλησιάζει, και μάλιστα γοργά. Αναρωτήθηκε τι συνέβαινε κι έστρεψε το βλέμμα χαμηλά. Κάτι την ρουφούσε, μια τρύπα, μια μαύρη τρύπα ρουφούσε τα νερά. Μα ήταν μεγάλη, σαν τεράστιο στόμα, σαν ένα πηγάδι, και τη ρουφούσε κι εκείνη και μάλιστα δυνατά. Σήκωσε τρομοκρατημένη τα μάτια στον Ντικ, μα στο βλέμμα του είδε την απόγνωση. Είχε καταλάβει κι εκείνος το μοιραίο, το αποτρόπαιο του λάθος.
Τα δάκρυά του κυλούσαν στο νερό καθώς την κοίταζε ανήμπορος από την επιφάνεια. Τι υπάρχει πιο τραγικό; Καταδίκασε ο ίδιος, αυτός, την καλή του σε βέβαιο αφανισμό. Βούτηξε πέντε κι έξι κι εφτά φορές, μήπως την πιάσει, μα του κάκου. Η μπαλαρίνα του έκλαιγε και τσίριζε και ούρλιαζε γοερά και του ούρλιαζε πόσο πολύ τον αγαπά.
Η καρδιά του ράγισε καθώς τα αθώα μάτια της κατασπαράσσονταν από την αβυσσαλαία τρύπα, μαζί με τα νερά. Τότε μόνο έφτασε κι αυτός στον πάτο, καταριώντας την φύση του που τον όρισε πλαστικό παπί, καταριώντας το Όλον που του πήρε την ζωή, καταριώντας τη κίσσα που του χάρισε ελπίδα και την μπαλαρίνα που τον αγάπησε περίσσια.
Σφήνωσε το πλαστικό του κεφάλι μέσα στην τρύπα και φώναξε το όνομα της με φωνή πνιχτή. Καμιά απόκριση. Το μόνο που την ησυχία έσπαγε ήταν τα αναφιλητά και η σταγόνα της βρύσης που έσταζε ξανά. Ο Ντικ τρελάθηκε από τη μοναξιά, από την αδικία, απ’ την κακοτυχιά, από τις τύψεις κι από έρωτα και, επίτηδες φυσικά, μη ξέροντας πώς να ζήσει άλλο πια, σφηνώθηκε στην αποχέτευση και δεν έπαψε να σταματά, να χώνεται ολοένα και πιο βαθιά, μήπως το ταίρι του συναντήσει ξανά.