Το Μοιρολόι του Αλχημιστή του Έρωτα

γράφει η Βάγια Ψευτάκη

Ο Νέμια, ο Ύστατος Αλχημιστής των Ορμονών του Έρωτα, αιρετός ταμίας της Συντεχνίας Αλχημιστών της διαβόητης Κόκκινης Πόλης της Ενυδρίας, ηττημένος από την πίκρα που η Χλέμια πότισε τους αγαπημένους του, απ’ το βαρύ άρωμά της που κάλυπτε όλα τα δικά του, τριγύριζε κουρελής, βρωμιάρης και μισότρελος στα σκοτεινά δρομάκια της Πόλης του Έρωτα μουρμουρίζοντας στιχάκια. Λέγεται, πως όλα τα στιχάκια του ήταν ασυνάρτητα και σπάνια έκαναν ρίμα, αλλά σε όλα μιλούσε για μια γνώση βαθιά, που μόνος, εκείνος κατείχε. Οι αράδες που ακολουθούν αποδίδονται στον ίδιο, χωρίς όμως ποτέ να έχει αποδειχτεί πως πράγματι είχε διδαχθεί την τέχνη της γραφής.


Κανείς δεν μπορεί να ξέρει.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Τελεία.
Κάνεις δεν μπορεί, άλλος από μένα. Σιωπή. Δυστυχία.

Πιάσε τα πλευρά σου. Μέτρα τα. Διαδοχή.
Άγγιξε τα χείλη σου. Νιώθεις αποδοχή;
Ερώτηση.
Δεν καταλαβαίνω.
Ερώτηση.
Βλέπω μόνο ένα τοίχο. Τελεία.
Βλέπω έναν τοίχο δίχως σκιά. Παρατήρηση
μία κυρία μου λέει αστεία, ψιθυριστά.
Εκείνη, έχει δει μια τραγωδία.


«Λύσε τα χέρια μου απ’ τα δεσμά.
Δεν ζήτησα ποτέ να έχω φτερά.
Βλέπω μονάχα αυτά τα παιδιά.
Παθιασμένα φιλιούνται, χωρίς να μου ρίχνουν ματιά.
Η διάθεση αλλάζει, γίνεται γκρι.
Αυτοί οι δυο είναι μια πανδαισία».

Την κοιτάω συμπονετικά. Κανείς δεν γνωρίζει από μοναξιά.
Της δείχνω τα χέρια μου, έχουν μια σκιτσογραφία.
Εκείνη κοιτά, και με τραβά με μανία. Τελεία.
Δεν θα μ’ αφήσει ποτέ μόνο, μες στην τρικυμία.
Εκείνη ξέρει, πως όλα αυτά, δεν είναι καθόλου αστεία.
Είναι ένα εγχείρημα, με σοβαρή αιτία. Άνω τελεία


«Η ζήλια με σπρώχνει στην τρύπα βαθιά. Δεν υπάρχει αδικία.
Δεν υπάρχει τρόπος να βγω απ’ αυτή τη νυχτιά, όλα είναι τόσο πικρά, είναι αηδία.
Κανείς δεν ξέρει αντικειμενικά. Εδώ πάει η τελεία.
Δεν βλέπουν ότι ο τοίχος δεν έχει σκιά!
Δεν βλέπει κανείς τους ότι αυτά τα παιδιά, έχουν δόντια πολύ κοφτερά, κι η ανάσα τους βρωμάει από μίλια μακριά, βρωμάει σαν ξεραμένη αλχημεία!»
Μάτια με σουβλίζουν, με τρυπούν με κακία.
Ξέρω, τελεία.

«Νέμια, δεν σ’ είχα ικανό για τέτοια προδοσία.
Να δίνεις σ’ ερωτευμένους της πίκρας ποτό.
Να πουλάς σ’ αυτήν την δική τους ευτυχία».



Κανείς δεν θέλει να ξέρει.
Κανείς δεν θέλει να ξέρει. Τελεία.
Κανείς δεν θέλει, ούτε κι εγώ.
Η περίπτωσή μου είναι μια αποτυχία.
Κανείς δεν μπορεί. Τελεία.
Κανείς δεν μπορεί.
Να δώσει πίσω την δυστυχία.


Η κυρία φεύγει, δε με χαιρετά.
Συμβουλεύει να πραγματοποιήσω την σκιτσογραφία.
Θα κρεμάσω λοιπόν, τα δύο παιδιά, εκεί στην γωνία.
Στου τοίχου τα πλάγια, θα κρέμονται νεκρά, όλοι θα είναι μες την απελπισία.
Τότε θα δουν και θα μπορούν, θέλουν δεν θέλουν, στην κηδεία.
Όλοι θα ξέρουν, και δεν θα ‘μαι πια η μοναδική τραγωδία.